Οι Σκωτσέζοι poppers βρήκαν μομέντουμ και δεν θέλουν να το αφήσουν να πάει χαμένο. Λίγους μήνες μετά το τελευταίο τους άλμπουμ, A Bit Of Previous - το πρώτο, «κανονικό» τους έπειτα από 7 σχεδόν χρόνια - επιστρέφουν αιφνίδια με μία συλλογή 11, νέων τραγουδιών, που ήθελαν περισσότερο χρόνο να ανθίσουν σε σχέση με τα υπόλοιπα πρόσφατα τους, όπως μαρτυρά και ο τίτλος του δίσκου. Βέβαια, αυτός μοιάζει να έχει διττή σημασία: δεν είναι μόνο τα τραγούδια που άργησαν να εξελιχθούν, αλλά και οι ίδιοι οι B&S, υπό την έννοια ότι τα μέλη τους, πριν από 20-25 χρόνια έγραφαν με ένα νεανικό βάρος σαν old souls που έχουν κατακτήσει όλη τη σοφία του κόσμου νωρίτερα από το φυσιολογικό, σε αντίθεση με το σήμερα που πλέον έχουν μάθει να το απολαμβάνουν σα να είναι ο μόνος χρόνος που υπάρχει.
Αυτή την αίσθηση γιορτής του «ζω στο τώρα» εκπέμπει η μπάντα με περίσσεια αυτοπεποίθηση στο Late Developers. Είναι ένα άλμπουμ γεμάτο από τραγούδια που ο έμπειρος ακροατής των B&S μπορεί να εντοπίσει από ποια δημιουργική εποχή της μπάντας πηγάζουν, αλλά χωρίς ποτέ να περνιούνται με παλιά. Το “When We Were Very Young”, που θα έβρισκε άνετα θέση στην ηλιόλουστη μελαγχολία του The Life Pursuit, το “Will I Tell You A Secret” με το χαρακτηριστικό τσέμπαλο, τα βιολιά και τις διφωνίες, που μοιάζει ως χαμένο b-side κάποιου δίσκου της μπάντας στα τέλη της δεκαετίας του 1990, οι σπιντάτες κιθάρες στο “So In The Moment” σε συνδυασμό με τη synth disco του “Do You Follow”, που θυμίζουν το φανταστικό single του γκρουπ “Your Cover’s Blown”, συγκεντρώνουν τα καλύτερα στοιχεία που έχουν επιδείξει οι B&S μέσα στα χρόνια - ναι, αυτό το κοκτέιλ πνευματώδους folk-pop, υπαρξιακής μελαγχολίας και αβίαστης ευφορίας - και τα φέρνουν, μόνο με την όρεξη και τη φρεσκάδα που ακτινοβολεί το γκρουπ, στο εδώ και τώρα. Ακόμη και το “When The Cynics Stare Back From The Wall”, ένα ξεθαμμένο τραγούδι από το 1994, με τα φωνητικά της χαμένης Tracyanne Campbell των Camera Obscura να προκαλούν συγκίνηση, μοιάζει να ευλογείται από την αυτόφωτη ζωντάνια των Σκωτσέζων.
Ως μοναδικά, μελανά σημεία του δίσκου καταμετρούνται το ομότιτλο του άλμπουμ τραγούδι και κυρίως το single “I Don’t Know What You See In Me”, στα οποία η χαρά των B&S αποκτά διαστάσεις παράνοιας και υστερίας. Στο πρώτο, κλείνουν το δίσκο εκμηδενίζοτας την απόσταση ανάμεσα σε ένα παιδικό πάρτι και σε μία εμφάνιση σε κάποιο live band aid κατά την δεκαετία του 1980, ενώ στη δεύτερη περίπτωση θα έπρεπε να αξιολογήσουν σοβαρά τη πιθανότητα να καταθέσουν το κομμάτι για συμμετοχή στην επόμενη “Eurovision” - και αυτό το γράφω μόνο για κακό.
Συγχωρούνται βέβαια δύο, άκακα ατοπήματα: οι B&S έχουν πάρει τόση φόρα, που μερικές φορές τους τραβά και η κατηφόρα. Είναι μακράν προτιμότερη μία τέτοια αστείρευτη ορμή για ζωή, παρά μία γερόπληκτη αντιμετώπιση, στη μουσική ενός γκρουπ. Οι Belle and Sebastian μεγαλώνουν ωραία και μοιάζουν πιο νέοι από ποτέ.