Έφτασαν αισίως στο ένατο album τους, το πρώτο τους, από το 1998 και μετά, που δεν είναι ηχογραφημένο για λογαριασμό της Sub-Pop. Τι άραγε μπορεί κανείς να περιμένει ή να ζητήσει από τους Afghan Whigs εν έτει 2022; Σίγουρα όχι ένα αριστούργημα, ένα νέο Congregation (1992) ή ένα νέο Gentlemen (1993) –η Ιστορία εξάλλου δεν επαναλαμβάνεται (παρά μόνον ως φάρσα). Μπορεί όμως κάλλιστα να προσδοκά (ειδικά αν είναι φανατικός, όπως καλή ώρα) έναν συνεπέστατο έως άψογο συνδυασμό rock και soul, και το How Do You Burn?, σ’ αυτό το επίπεδο, επαληθεύει στο έπακρο αυτές τις προσδοκίες.
Σαφώς ανώτερο, κυρίως σε ό,τι αφορά την ποιότητα των συνθέσεων, σε σχέση με το Do The Beast (2014) και το In Spades (2017), το How Do You Burn?, με τα όποια highlights που περιλαμβάνει, ακούγεται με την ίδια αδημονία από την αρχή έως το τέλος, χωρίς ούτε στιγμή να πέφτει κάτω από τον πήχη – που είναι αρκετά υψηλός. Έπειτα, υπάρχει πάντα στη μέση κι αυτή η Φωνή, ο Greg Dulli, που όπως και ο κολλητός του, ο μακαρίτης πια Mark Lanegan, μπορεί να πιάσει ένα μέτριο τραγούδι και να το ανεβάσει δύο κλάσεις πιο πάνω με την ερμηνεία του. Η παρέα του σ’ αυτό τον δίσκο: John Curley (μπάσο, συνοδοιπόρος του Dulli από το 1988), Patrick Keeler (τύμπανα, γνωστός μας και από τους Raconteurs), Christoper Thorn (κιθάρες, ex-Blind Melon), Jon Skibic (κιθάρες), Rick Nelson (πλήκτρα).
Το album μπαίνει δυναμικά με το "I'll Make You See God", οι κιθάρες σκληρίζουν από την παραμόρφωση, σαν να βρισκόμαστε στην εποχή του Congregation, κι ο Dulli στα αλήθεια βγάζει τα σωθικά του για να μπορέσει να ακουστεί. Ακολουθεί το mid-tempo "The Getaway", εισαγωγή με ακουστικές κιθάρες, που σε συνδυασμό με το πιάνο κανοναρχούν την ενορχήστρωση, ο Dulli ερμηνεύει με φαλτσέτο, και να 'τες οι πρώτες soul πινελιές. Προς τη soul είναι προσανατολισμένο και το "Catch a Colt" που ακολουθεί, ο ρυθμός εδώ είναι κοφτός και επίμονος, οι κιθάρες αρχικά σιγούν, για να πάρουν τα πάνω τους στο πρώτο ρεφρέν, και ο Dulli αφηγείται μια νουάρ ιστορία (“It won't be long, you're waiting for a feeling/To catch a colt and race it through the ceiling/ Ι'm wide awake, it's why they call it dreaming/I don't wanna play”). Στο "Jyja", με τον αργόσυρτο ρυθμό και την έντονη μπασογραμμή, ο Dulli ξαναγίνεται ο αμαρτωλός εραστής του “Gentlemen”: “Lover, your sleepy eyes/They watch over me effortlessly/As the numbers synchronize/But I know misbehavior/And I know what I like/I'm copping a feel, as I reveal/My surreptitious appetite”.
Στο "Please, Baby, Please", ο Dulli κάθεται και πάλι στο πιάνο και ενώ οι κιθάρες απλώς ακομπανιάρουν, αρχίζει πάλι τα ερωτόλογα. Αντίστοιξη με το "A Line of Shots", που έχει στροβιλιστικό ρυθμό, καθοδηγούμενο από τα keyboards, που γύρω τους χτίζεται σιγά-σιγά η ενορχήστρωση, ένα πραγματικό wall of sound, μέχρις ότου να καταλήξει σε ένα κάπως επικό κρεσέντο. Το πιάνο παίρνει πάλι τη σκυτάλη στο "Domino and Jimmy", o Dulli παραχωρεί-αρχικά- το μικρόφωνο στην Marcy Mays (είχε τραγουδήσει το ανατριχιαστικό “My Curse” στο Gentlemen), μέχρις να κάνουν ντουέτο στο ρεφρέν, το feeling είναι και εδώ ξεκάθαρα soul, και οι παλιοί λογαριασμοί μεταξύ τους ξανανοίγουν στους στίχους (“Like a living ghost/you get lost inside my head”).
Στο "Take Me There" (“Take Me There/What You’re Waiting For), έχουμε μια πολυφωνική ερμηνεία πάνω από ένα κάπως θορυβώδες μοτίβο, σαν να είχαν γεννηθεί οι Temptations στο Σιάτλ. Οι τόνοι πέφτουν ξανά στο "Concealer", πρελούδιο σε ένα νυχτερινό road trip που δεν υπόσχεται παρά μόνο σκιές στον ουρανό. ”Sitting on a wire, hiding on display/Waiting for the night as I destroy the day...”.
To "In Flames", που κλείνει με όλη του τη μεγαλοπρέπεια το album, είναι και το πιο σύνθετο ενορχηστρωτικά, το πιάνο, οι κιθάρες και η rhythm section συνωμοτούν στο background για να δώσουν χώρο στον Dulli να αφηγηθεί μια μπαρόβια ελεγεία για το τέλος μιας δύσκολης νύχτας, που τον βρίσκει μόνο, ακουμπισμένο σε κάποια μπάρα, συντροφιά «μ’ ένα για τον δρόμο»: (“Snowblind and left behind/I’m on the street, looking for a good time”). Αυτός είναι ο Greg Dulli που αγαπάμε.