Όταν πρόκειται για καλλιτέχνες του βεληνεκούς του Kendrick Lamar, επανέρχεται συχνά η συζήτηση για το κατά πόσο πρέπει να κρίνεις κάθε νέα τους κυκλοφορία με βάση τον πήχη που οι ίδιοι οι μουσικοί έχουν θέσει στο δισκογραφικό τους παρελθόν ή, αντίθετα, εάν οφείλεις να αποστασιοποιηθείς από αυτό και να κρίνεις το νέο τους έργο ως ανεξάρτητη, αυθύπαρκτη οντότητα. Αναλόγως την προσέγγιση που θα επιλέξεις, το πρόσφατο άλμπουμ του χαρισματικού ράπερ από το Compton του Los Angeles μπορεί να εκληφθεί είτε ως μια στιβαρή hip hop κατάθεση, είτε ως μια συγκαταβατικά αποδεκτή επιστροφή.
Στα 73 λεπτά του (διπλού) Mr. Morale & The Big Steppers δεν ακούς σχεδόν τίποτα που δεν έχεις ξανακούσει σε καλύτερη εκδοχή, είτε από τον ίδιο τον Lamar, είτε από άλλους (θα επανέλθουμε σε αυτό παρακάτω), δεν ακούς όμως και τίποτα που να βρίσκεται κάτω από τη στάθμη του μετρίου –για την ακρίβεια, συνήθως την υπερβαίνει με άνεση. Η στιχουργική ευρηματικότητα, το πρωτοκλασάτο delivery, το βάθος στις θεματικές, είναι όλα τους στοιχεία παρόντα στον δίσκο. Δεν υπάρχουν πολλοί στη σκηνή που να είναι σε θέση να διαχειριστούν με τόση διαύγεια, οξυδέρκεια και συναισθηματική νοημοσύνη ζητήματα όπως η ψυχοθεραπεία, το τραύμα, οι τοξικές σχέσεις, η φυλομετάβαση και ένα σωρό άλλα «δύσκολα» θέματα με τα οποία καταπιάνεται ο δίσκος. Αντίστοιχα, στο ηχητικό σκέλος τα πάντα είναι ραφιναρισμένα με επιμέλεια, ενώ τα περισσότερα από τα 18 κομμάτια που απαρτίζουν την tracklist έχουν, άλλα λιγότερο και άλλα περισσότερο, αρκετό ζουμί ώστε να χαρίσουν μια ακρόαση ιντριγκαδόρικη.
Η ακρόαση αυτή, βέβαια, μόνο ομαλή δεν είναι. Το Mr. Morale & The Big Steppers είναι εντυπωσιακά συνεπές στην έλλειψη συνοχής του, αλλάζοντας διαρκώς ηχοχρώματα (χωρίς αυτό να εδράζεται σε κάποιο εύληπτο μοτίβο ροής ή να εξυπηρετεί κάποιον προφανή σκοπό) και προκαλώντας αλλεπάλληλα ξαφνιάσματα, απομαγνητίζοντας εντέλει την πυξίδα του ακροατή. Ο δίσκος παλινδρομεί συνεχώς μεταξύ δύο αντίθετων πόλων: τον πειραματισμό και την εγκεφαλική δημιουργία από τη μία πλευρά και την ανάλαφρη, ραδιοφωνική λογική από την άλλη. Αυτή η τεράστια αντίφαση γίνεται αντιληπτή ήδη από το ξεκίνημα του album, όπου το υπέροχα αλλόκοτο και άκρως ευρηματικό “United in Grief” –ίσως η δημιουργική κορυφή ολόκληρης της ηχογράφησης– δίνει τη σκυτάλη στο «πιασάρικο» πρώτο single “N95”, ένα συμπαθητικό trap hit, το οποίο όμως στέκεται μερικές αβύσσους μακριά σε σχέση με το εναρκτήριο track, σε ηχητικό επίπεδο.
Το παραπάνω φαινόμενο επαναλαμβάνεται μέσες άκρες σε ολόκληρη την έκταση του δίσκου. Για κάθε “Worldwide Steppers” -μια πειραματική περιδίνηση σε προβληματικές πτυχές της κοινωνίας- υπάρχει και ένα “Count Me Out”, ως ελαφρύ trap αντίβαρο. Τα αφαιρετικά “Auntie Diaries” και “Mother I Sober” (αμφότερα στα κορυφαία κομμάτια του δίσκου), έρχονται σε πλήρη υφολογική αντίθεση με το σχεδόν pop “Die Hard”. Ο ήπιων τόνων, εσωτερικός διάλογος του “Crown” πάνω σε πλήκτρα, ισοσκελίζεται από την πρωτοεπίπεδη trap του “Silent Hill”. Και ενώ όλα τα παραπάνω κομμάτια είναι αξιόλογα, η συνύπαρξή τους απούσης κάποιας συγκολλητικής ουσίας (έστω με τη μορφή του συνειδητού και αποψάτου “randomness”, όπως στην περίπτωση του πρόσφατου δίσκου της Rosalía) υπονομεύει την προοπτική του άλμπουμ να λειτουργήσει με τον τρόπο που ιδανικά λειτουργεί ένα άλμπουμ: όχι ως απλό άθροισμα των μερών του, αλλά ως πολλαπλασιαστής της αθροιστικής τους αξίας.
Το έτερο σημείο προβληματισμού γύρω από τον δίσκο, είναι ότι για πρώτη φορά τα δάνεια του Kendrick Lamar γίνονται τόσο οφθαλμοφανή. Το “We Cry Together”, όπου εκτυλίσσεται ένας καυγάς με ρίμες ανάμεσα σε ένα ζευγάρι πάνω σε ένα σχετικά μονότονο beat, δεν μπορεί να ξεφύγει από τη σκιά του Eminem του 2000 για όποιον έχει ακούσει το The Marshall Mathers LP, όσο απολαυστικό και αν είναι μέσα στην παράνοιά του. Το “Mr. Morale” (σε παραγωγή Pharrell Williams) παρουσιάζει μια γυαλισμένη εκδοχή του beat που έφτιαξε ο Kanye West για το “Black Skinhead” πίσω στο 2013. Το δε “Father Time” (ένα ακόμη highlight) πάλι, μοιάζει να πατάει στα beats του πρώιμου West. Και ενώ θα ήταν εντελώς τραβηγμένο και ανεδαφικό να κατηγορήσει κάποιος των Lamar και την ομάδα του για «αντιγραφή», είναι αδύνατο να αποφύγει τον παραλληλισμό με προηγούμενες δουλειές του, οι οποίες μεταβόλιζαν καλύτερα τις επιρροές τους και διεκδικούσαν μια εντελώς διακριτή θέση στο hip hop στερέωμα.
Κάπως έτσι, λοιπόν, επιστρέφουμε στη συζήτηση της πρώτης παραγράφου. Η όποια γκρίνια γύρω από το Mr. Morale & The Big Steppers έχει ουσιαστική υπόσταση μόνο εάν ο δίσκος ιδωθεί υπό το πρίσμα των προσδοκιών που καλλιέργησαν προηγούμενες κυκλοφορίες του Kendrick Lamar και επ’ ουδενί δεν πρέπει να κρύψει τη μεγάλη εικόνα –ότι δηλαδή έχουμε να κάνουμε με έναν λαμπρό δίσκο, από τους καλύτερους του 2022. Μπορεί να του λείπει η κινηματογραφική αφηγηματικότητα και τα συγκλονιστικά κομμάτια του good kid, m.A.A.d city, μπορεί να μην έχει την ενορχηστρωτική ευφυΐα και το ειδικό βάρος του To Pimp a Butterfly, μπορεί να στερείται της conceptual συνεκτικότητας και των mega hits του DAMN., ωστόσο έχει πολύ (και) καλό υλικό, το οποίο εξακολουθεί να κινείται σε επίπεδα άφταστα για τη συντριπτική πλειονότητα του hip hop κόσμου το 2022.