Κυκλοφορούν κατά καιρούς άλμπουμ εντός της σφαίρας της εμπορικής pop, τα οποία πετυχαίνουν αυτή τη χρυσή ισορροπία ανάμεσα στην προσβασιμότητα και την ουσία. Άλμπουμ ικανά να ψαρέψουν ακροατές τόσο από τη δεξαμενή του μαζικού ακροατηρίου, όσο και από εκείνη του πιο εξειδικευμένου, μουσικόφιλου κοινού –τουλάχιστον εκείνου που προσβλέπει σε ένα άλφα βάθος, χωρίς όμως να φέρει ελιτίστικες παρωπίδες. Άλμπουμ σαν το Future Nostalgia της Dua Lipa, το Melodrama της Lorde ή τις τελευταίες δουλειές της Beyoncé και της Billie Eilish.

To MOTOMAMI, τρίτo LP της Ισπανής Rosalía, όχι μόνο διεκδικεί μια θέση στην κατηγορία με τα προαναφερθέντα άλμπουμ, γεφυρώνοντας το χάσμα ανάμεσα στο εμπορικό και το εναλλακτικό κοινό, αλλά κερδίζει ένα επιπλέον στοίχημα, ακόμα δυσκολότερο: «περνάει» μαζικά στον μη ισπανόφωνο κόσμο, παρόλο που και στην ισπανική γλώσσα ηχογραφημένο είναι, αλλά και το ηχητικό κέντρο βάρους του εν πολλοίς σε λατινοαμερικάνικα και (σε μικρότερο βαθμό) παραδοσιακά ισπανικά ακούσματα βρίσκεται.

Η επιτυχία αυτή βέβαια δεν προέκυψε ως μάννα εξ ουρανού. Στα τέσσερα σχεδόν χρόνια που μεσολάβησαν από το El Mal Querer του 2018 –ένα άλμπουμ βασισμένο σε flamenco συνθέσεις με έντονο το σύγχρονο pop άρωμα, που σύστησε δειλά δειλά την 26χρονη τότε Rosalía στις διεθνείς μουσικές αγορές– η Ισπανή έκανε πολύτιμες γνωριμίες μέσα στη βιομηχανία, προβεβλημένες εμφανίσεις (εσχάτως και στο SNL), ηχηρές συνεργασίες, ενώ έλαβε δεκάδες βραβεία από διάφορους θεσμούς. Προετοίμασε έτσι το έδαφος για μια επιστροφή πολύ μαζικότερη, η οποία και πραγματοποιείται τώρα με το MOTOMAMI, συνεπικουρούμενη από μια εντυπωσιακά συμπαγή συλλογή υλικού, αλλά και ένα καλλιτεχνικό όραμα πλήρως εναρμονισμένο με τις νεωτερικές μουσικές λογικές, που προκρίνουν τις απρόβλεπτες προσμίξεις και την επιμελημένη αποσπασματικότητα.

Η πολυμορφία του δίσκου είναι η μεγαλύτερή του αρετή, λειτουργώντας τόσο σε επίπεδο κομματιών, όσο και σε επίπεδο tracklist. Το MOTOMAMI είναι ένα rollercoaster ποικίλων ήχων, ιδεών και αναφορών, που εναλλάσσονται συνεχώς και με εκπληκτική ροή, τραβώντας τον ακροατή «από τα μαλλιά» σε κάθε μια από τις στροφές της δαιδαλώδους διαδρομής του στα 42 λεπτά που διαρκεί. Πολλά από τα κομμάτια είναι τόσο πυκνά σε ιδέες, που μοιάζουν σαν σύμπτυξη δύο και τριών συνθέσεων σε μία, με κάθε τους στιγμή να είναι προσεγμένη μέχρι κεραίας.

Ο δίσκος εκθέτει τις διαθέσεις του από τα πρώτα δύο κιόλας κομμάτια. Tο εναρκτήριο “SAOKO” ήδη έχει εξελιχθεί στην πιο viral εισαγωγή δίσκου των τελευταίων χρόνων: η Rosalía επαναλαμβάνει την αδιανόητα κολλητική φράση “Saoko, papi, saoko” πλαισιωμένη από jazz κρουστά και ρυθμικά χτυπήματα δαχτύλων, μέχρις ότου σκάσει από το πουθενά ένα ανελέητα χορευτικό, «βρώμικο» reggaeton beat (το πρώτο μόνο από τα πολλά του δίσκου), το οποίο στη συνέχεια ανασαίνει με ένα διάλειμμα ζωηρών jazz πλήκτρων. Το “CANDY” στη συνέχεια επιμένει σε raggaeton ρυθμολογία (με μια πιο mid tempo προσέγγιση και ατμοσφαιρική ματιά) και ηχεί ως το πιο ραδιοφωνικό ίσως κομμάτι του δίσκου, γεγονός σχεδόν ειρωνικό αν προσέξει κανείς ότι η μελωδική γραμμή στο ρεφρέν αποτελεί δάνειο από το “Archangel” του Burial –κάπως έτσι κλείνεις το μάτι στο πιο ενημερωμένο κοινό. Από εκεί και πέρα, το “MOTOMAMI” συνεχίζει τον χορό των αντιφάσεων, των εκπλήξεων και των ανατροπών. Παθιάρικα flamenco, τραγουδισμένα ονειρικά από την καλλίφωνη Ισπανή με το vibrato καμπάνα (“BULERĺAS”). Καγκούρικα reggaeton πνιγμένα στο auto-tune (“LA COMBI VERSACE”). Έξοχες μπαλάντες με αναφορές στην ιαπωνική κουλτούρα (“SAKURA”, “HENTAI” –να χειροκροτήσουμε σε αυτό το σημείο την ευρηματικότητα στα πυροβολητά του drum machine στο τελευταίο μέρος του κομματιού). Ουσιώδη features, από The Weeknd (στα ισπανικά μάλιστα, στο λατινινοειδές μέχρι το μεδούλι “LA FAMA”) μέχρι James Blake (“DIABLO”). Διασκευές από το κουβανέζικο πεντάγραμμο της δεκαετίας του ‘60 (“DELIRIO DE GRANDEZA”). Ηχογραφήσεις από τη γιαγιά της, πάνω στη μελωδία των χτύπων του Big Ben (για κάποιους γνωστή και από τα… στρουμφάκια) (“G3 N15”). Και ένα σωρό ακόμη δημιουργικές συλλήψεις διάσπαρτες σε ολόκληρη την έκταση της ηχογράφησης, οι οποίες χάρη στην εκπληκτική παραγωγή ενσωματώνονται υποδειγματικά.

Δεν είναι ακριβώς πειραματικός δίσκος το MOTOMAMI, όπως έχει γραφτεί στον τύπο, είναι όμως οπωσδήποτε αντισυμβατικός. Αντισυμβατικός σε επίπεδο δομής, ροής, αλλά και πλουραλισμού των ηχητικών αναφορών. Είναι εύκολο να παρερμηνευθεί ως «ελαφρύς», εάν η ακρόαση είναι βιαστική και με έμφαση στην αισθητική του κατεύθυνση, αλλά στην πραγματικότητα έχει πολλαπλά επίπεδα και είναι ασυζητητί πιο «διαβασμένος» από το μέσο mainstream δισκογράφημα. Κομμάτια  το όπως το ομώνυμο “MOTOMAMI” ή το “CUUUUuuuuuute” (αμφότερα highlights του δίσκου) κινούνται ακριβώς πάνω στην οριακή αυτή γραμμή της εύπεπτης αντισυμβατικότητας.

Κοιτάζοντας το εξώφυλλο του δίσκου, δεν μπορεί κανείς να μη φέρει στο νου την Αφροδίτη του Μποτιτσέλι, αλλά και τη γνωστή φωτογραφία με το κράνος μέσα από το –συλλεκτικό πια– περιοδικό “Boy’s Don’t Cry” του Frank Ocean, που κυκλοφόρησε σε περιορισμένα αντίτυπα το 2016, μαζί με το Blonde. Δεν αποκλείεται το MOTOMAMI να είναι επηρεασμένο και σε άλλες του εκφάνσεις από το τελευταίο, μιας και η συγγένειά τους σε επίπεδο παραγωγής και συνολικής καλλιτεχνικής προσέγγισης είναι ορατή. Μένει να φανεί το κατά πόσο η Rosalía θα αποδειχθεί εξίσου επιδραστική με τον Frank Ocean, ανοίγοντας, για παράδειγμα, παράθυρα στη διεθνή pop και για άλλους Ισπανούς καλλιτέχνες που τραγουδούν στη γλώσσα τους, όπως συνέβη με το γαλλικό, το ιταλικό ή ακόμα και το ισπανικό τραγούδι σε περασμένες δεκαετίες. Ακόμα και αν δεν το πετύχει πάντως, αυτό που αναμφίβολα θα έχει καταφέρει είναι να έχει κυκλοφορήσει έναν από τους πιο απολαυστικούς δίσκους του 2022.

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured