Επαναλαμβάνεται η μαγεία; Μπορεί ένα από τα καλύτερα δείγματα της σύγχρονης μουσικής να ανασκευασθεί με οποιονδήποτε τρόπο από τον ίδιο τον δημιουργό του και να έχει ακόμη κάτι να πει; Τη δικιά του καταφατική απάντηση ψάχνει να δώσει ο πολυμήχανος Moby, σηκώνοντας το γάντι της πρόκλησης και ηχογραφώντας με την Budapest Art Orchestra μια ανθολογία των μεγαλύτερων επιτυχιών του «αλλιώς», κάτω από τις φτερούγες της τεράστιας δισκογραφικής εγγύησης που ακούει στο όνομα Deutsche Grammophon.

«Κάθε indie rocker θέλει να επικοινωνεί μια πιο cool εκδοχή του εαυτού του από αυτήν που ισχύει στ’ αλήθεια. Κάθε hip hop καλλιτέχνης θέλει να δείχνει πιο σκληρός, κάθε τραγουδιστής της pop πιο σέξι. Μερικές φορές όμως αυτό που πραγματικά θέλεις στ’ αλήθεια να πετύχεις ως καλλιτέχνης είναι ειλικρινής, άμεση επιθυμία. Και τα ακουστικά και κλασικά όργανα σου δίνουν περισσότερες πιθανότητες γι΄ αυτό. Δεν ξέρω αν το πετυχαίνω αυτό με το Reprise, αλλά αυτός ήταν ο στόχος». Έτσι προλογίζει ο Moby τη δημιουργική ανασκόπηση του Reprise, προσεγγίζοντάς την ως μια ευκαιρία να επισκεφτεί ξανά τα μουσικά ορόσημα της ζηλευτής καριέρας του με έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο. Στην προσπάθεια αυτή πότε μένει σε δεύτερο πλάνο, πότε ζουμάρει στα φωνητικά του χάριν της πιστότητας της πρωτογενούς μαγείας. Πότε χάνεται σε συμβατικές εύκολες λύσεις, πότε αναδύεται και πάλι ως κυρίαρχος του δικού του παιχνιδιού με διαφορετικούς όρους. Το μόνο σίγουρο είναι ότι ακόμα κι αν δεν εκπλαγείς με το Reprise, θα θυμηθείς τι κατάφερε να κάνει ο Moby όλα αυτά τα 30 χρόνια που μεσολάβησαν από τα  πρώτα underground DJ sets του στη Νέα Υόρκη.

Οι ναυαρχίδες των “Natural Blues” και “Why My Heart Does Feel So Bad” φιλοδοξούν να κλέψουν για μια ακόμα φορά την παράσταση, 22 χρόνια μετά την επίσημη πρώτη τoυ Play, ανανεωμένα με ένα πιασάρικο groove των στρατηγικών συνεργειών του Gregory Porter και της Apollo Jane αντίστοιχα. Είναι όμως κάποια  outsiders όπως το “God Moving Over the Face of the Water” που το καταφέρνουν αποδεικνύοντας στο έπακρο τη γοητεία της μετασχηματιστική δυναμική μιας συμφωνικής διασκευής, ενώ μέσα από τις συμπαθητικές πλην αναμενόμενες ακουστικές διασκευές ανεπανάληπτων ύμνων όπως το “Extreme Ways” και το “Everloving”, όλο και ξεπετάγεται μια αποστομωτική έκπληξη όπως η tribal κρουστή εκδοχή του “Go” –ένα εξωτικό υπαίθριο club από μόνη της και αδιαμφισβήτητα μια από τις καλύτερες στιγμές του δίσκου.

Σε τελική ανάλυση, το Reprise δεν καταφέρνει να σπάσει το φράγμα του πήχη που έχουν θέσει αντίστοιχες συμφωνικές διασκευαστικές απόπειρες και να κάνει την πραγματική έκπληξη, μένοντας κάπως στάσιμο στα νερά καθόλα αξιοπρεπών ορχηστρικών ερμηνειών μνημειώδους electronica. Ίσως ο Moby κάπου να έπεσε στην παγίδα της πρωτοποριακής χρήσης των φυσικών οργάνων και φωνών στις ηλεκτρονικές φόρμες που του χάρισαν τη δόξα, ίσως πάλι η αμεσότητα που ζητούσε να ήταν ήδη εκεί από το πρώτο play τη δεκαετία του ’90.

Παρότι όμως το Reprise δεν έχει και πολλές τομές να κομίσει, κουβαλάει τίμια τον συναισθηματικό κόσμο μιας από τις σημαντικότερες μουσικές προσωπικότητες της ηλεκτρονικής μουσικής υπενθυμίζοντας και τονίζοντας με έναν ακόμη τρόπο τις μελωδικές αρετές της.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured