Για κάποιον που παρακολουθεί την πορεία των Black Country, New Road από την αρχή της, δηλαδή από την κυκλοφορία του πρώτου τους single “Athens, France” στην εκλεπτυσμένη και περιθωριακή Speedy Wunderground πριν δύο χρόνια, τότε η ακρόαση του μισού και βάλε ντεμπούτου τους δε θα μοιάζει με εμπειρία που συμβαίνει...Για Πρώτη Φορά. Καθώς 4 από τα 6 κομμάτια έχουν καταφθάσει σε αραιές δόσεις μέσα σε αυτό το διάστημα και τα υπόλοιπα 2 (το εισαγωγικό "Instrumental" και το γκράντε φινάλε "Opus") είναι οικεία σε όσους το έχουν ψάξει λίγο περισσότερο, χαζεύοντας live τους στο YouTube. Επομένως, είναι πραγματικά παράδοξο το πώς το For The First Time σκάει στα αυτιά γεμάτο μυστήριο, εκπλήξεις, απρόβλεπτες στροφές και δαιδαλώδεις εσωτερικές διασυνδέσεις, μετά από τόσες ώρες μεμονωμένης προθέρμανσης και εξοικείωσης για τους heavy users.
Στον αναζωογονητικό αέρα συναρπαστικής πειραματικής φρεσκάδας, περιπετειώδους αυτοσχεδιαστικού πνεύματος, άφοβης πολυσυλλεκτικής εξερεύνησης και ανακουφιστικής ηχητικής απελευθέρωσης που φέρνει αυτή η θαυματουργή εφτάδα από τη διαλυμένη, κατάμαυρη πατρίδα της, Βρετανία, κρύβεται και η απάντηση. Έχοντας κυριεύσει την τέχνη της χημείας που απαιτεί μία τέτοια πολυσύνθετη συνθήκη πολλαπλών μελών με διαφορετικές καταβολές, προσλαμβάνουσες και μουσικές παιδείες, καταφέρνουν να τη γυρίσουν τούμπα και να δημιουργήσουν έναν ήχο που είναι κάτι περισσότερο από το άθροισμα των επιμέρους στοιχείων του. Οπότε, πάρτε ένα ψηλό ποτήρι από το ράφι, προσθέστε αρκετό meta-παρά-post-punk, μετρήστε με τη post-rock μεζούρα σας τη μέση της απόστασης ανάμεσα στους Slint και τους Talk Talk για να βρείτε που κάθεται η μπίλια των BCNR, προσθέστε γενναίες δόσεις indie jazz, παραδοσιακή μουσική klezmer και τίμιο, βαλκανικό νταλκά α λα Bregović, κλείστε με λίγη μίνιμαλ μουσική δωματίου για την επίγευση και ακόμη δε θα έχετε συμπεριλάβει όλα τα υλικά που γευόμαστε στο μιλκσέικ δίσκο που φιλοτέχνησαν οι Βρετανοί.
Το τραγούδι-μανιφέστο της μπάντας, ήδη εδώ και ένα χρόνο, είναι το "Sunglasses": δεν είναι μόνο οι ατελείωτες αναφορές pop κουλτούρας που σερβίρει ιλιγγιωδώς ο χαρισματικός, frontman του γκρουπ Isaac Wood με μπόλικες δόσεις κοκερικού (εκ του Aγίου Jarvis) αυτοσαρκασμού και βιτριολικού χιούμορ σαν “smooth talker” που είναι, αλλά και το γεγονός πως ο μουσικός ψευδοακαδημαϊσμός που υπονοείται μέσα από την οργιώδη, ορχηστρική βλάστηση, διαλύεται και λιώνει με γνήσιο punk ήθος στην παράδοση του κομματιού, συνοψίζοντας αυτό τον αρμονικό συγκερασμό κουλτούρων και αισθητικών που φέρει το γκρουπ σχεδόν σε κάθε δευτερόλεπτο του άλμπουμ. Έτσι, ο Kanye West, o Scott Walker, ο Richard Hell και οι Shellac, ξεπηδούν τόσο συνειρμικά όσο και ενσυνείδητα στο (αυτό)αναφορικό παραλήρημα του Wood, ο οποίος κρύβεται τελικά πίσω από τα γυαλιά ηλίου του, παραλυμένος και εξιλεωμένος στην ανωνυμία.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ: Black Country, New Road: Και Οι 7 Ήταν Υπέροχοι
Και μπορεί το “Sunglasses” να συμπυκνώνει όλα όσα είναι το γκρουπ, αλλά στο “Science Fair” εντοπίζεται ο απόλυτα αντιπροσωπευτικός τους στίχος: “References, references, references” γρυλίζει ο Wood απειλητικά, σαν να λέει «Θα σας πνίξουμε στο λαβύρινθο των αναφορών μας» -και τελικά αυτό συμβαίνει σε κάθε γωνιά του δίσκου με μία pop αρχιτεκτονική μαεστρία που υπονοεί, αλλά δεν εγγυάται ποτέ, ουσιαστικό βάθος. Στο ίδιο κομμάτι, καθόλου τυχαία, υπάρχει άλλη μία τέτοια, ξεκάθαρα αυτοσαρκαστική αναφορά, στους Slint. Αλλού -στο αέρινο και μεταξένιο “Track X” που λειτουργεί με ακρίβεια ελβετικού ρολογιού- αναφέρουν τους Black Midi μέσα σε μία απροσδόκητη έξαρση τρυφερότητας. Μία μπάντα με την οποία έχουν συγκριθεί πολλάκις οι BCNR, αλλά, στην πραγματικότητα, ελάχιστα μοιάζουν μαζί τους, παρά μόνο βολεύει τη μανία των μουσικολόγων για κατηγοριοποιήσεις. Στην προκειμένη, αυτή αφορά τη βρετανική εκδοχή του spoken word με indie περιτύλιγμα - ή αλλιώς “sprechgesang”. Το εισαγωγικό “Instrumental” και το αποτελειωτικό “Opus” λειτουργούν σαν αληθινά Intro και Outro του δίσκου, καταφέρνοντας το πρώτο να δημιουργήσει ένταση, μπούγιο και ενδιαφέρον και το δεύτερο να αποσυμπιέσει όλο το πυκνό αέρα με συναισθηματικό, αλλά όχι μελοδραματικό, ύφος.
Υπάρχουν ψήγματα στιγμών που όλος αυτός ο καταιγισμός αναφορών, επιρροών και ερεθισμάτων μοιάζει, αν όχι ασύνδετος, κάπως βεβιασμένος -όχι ιδιαίτερα αρμονικός και αυθόρμητος. Στην πραγματικότητα, όμως, ακόμα και αυτό βγάζει νόημα ως μέρος της ηχητικής μεταβολιστικής πράξης που συμβαίνει ενώπιόν μας: ακούγοντας ξανά και ξανά και ξανά τον δίσκο των BCNR, νιώθω πως τελικά μοιάζει με το ηχητικό ισοδύναμο ενός ανθρώπου που σκρολάρει ατελείωτα στο timeline του, ανοίγει links, κλείνει links, χάνεται σε σκουληκότρυπες υπερσυνδέσμων, ταξιδεύει στο μέλλον μέσα από το παρελθόν και ξαφνικά, προσγειώνεται στο παρόν, μπροστά σε μία οθόνη με 200 tabs ανοιγμένα για να γράψει τελικά τον στίχο “So ignorant now, with all that I have learnt”.
Και κάπως έτσι, άθελά τους, οι Black Country, New Road ακονίζουν κάτι που σχεδόν μοιάζει πρωτόγνωρο και κηρύττουν το timeline/content rock, χωρίς καν να το συνειδητοποιήσουν. Στην εποχή που «όλα έχουν ειπωθεί» και «οι πρώτες φορές» στη μουσική είναι είδος προς εξαφάνιση, οι Βρετανοί δίνουν την αίσθηση πως είναι ένα αληθινό δημιούργημα της αβάσταχτα meta εποχής τους.