Το τέταρτο άλμπουμ αυτού του καναδέζικου γκρουπ -που στην ουσία είναι το προσωπικό μουσικό όχημα της Elizabeth Powell- είναι αποκαλυπτικό για τις δυνατότητες και τις προοπτικές του, παρ' ότι πρέπει να αναγνωρίσω πως εδώ έχουμε την πιο ολοκληρωμένη τους μουσική δράση.
Όπως το είχε θέσει εύστοχα πριν από χρόνια ο Πορτοκάλογλου: «Είμαι μετρίως μέτριος και πάντα μετρημένος...». Έχουμε κι εδώ κάτι που εμφανίζεται πλέον όλο και πιο συχνά σε αυτό το σύμπαν που κάποτε, όλο ενθουσιασμό, αποκαλούσαμε indie και είναι αυτό το «συμπαθές τίποτα», που δεν έχεις να του προσάψεις κάποια ιδιαίτερη αδυναμία αλλά δεν έχεις κι από κάπου να πιαστείς για να το πεις ενδιαφέρον, ιδιαίτερο, με προσωπικότητα ή με κάποια δημιουργική ίντριγκα που ξεφεύγει από τα συνηθισμένα.
Η Elizabeth Powell με την ακουστική της κιθάρα (και μια ηλεκτρική κιθάρα και τύμπανα να την συνοδεύουν) τραγουδάει με συμπαθητική και εκφραστική φωνή προσωπικές ιστορίες και ανησυχίες κοινωνικού στοχασμού. Μελωδίες απλές, ενορχηστρώσεις σίγουρες, εντάσεις που κινούνται ανάμεσα στο folk και το pop-rock, homemade ηχογράφηση και indie attitude με έναν τρόπο που ακούγεται συνηθισμένος, εντός πλαισίου και χωρίς πουθενά να διαφαίνεται μια χαραμάδα που οδηγεί ή πρόκειται να οδηγήσει σε μία άλλη δημιουργική συνθήκη.
Ο δίσκος τελειώνει και η επίγευση που αφήνει είναι ακριβώς ότι δεν έχει να αφήσει καμία επίγευση. Είναι σαν όλα κάπου να τα έχεις ξανακούσει, σαν όλα να έχουν ειπωθεί. Αυτές οι «ασαφείς συνομιλίες» δεν δείχνουν να μπορούν να αποκτήσουν την σαφήνεια και την διαύγεια που θα οδηγήσει τους Land of Talk σε αυτή την περιοχή που λάμπει η αυτόφωτη δημιουργία και την Elizabeth Powell εκεί που ξεχωρίζει μία απλή singer-songwriter από μία πραγματική καλλιτέχνιδα.