Αν κοιτάξει κανείς τη μεγάλη εικόνα και αποδομήσει την σύγχρονη ποπ, στο τέλος θα του μείνει αρκετή r’n’b, μια “made in Asia” διάθεση για ηχητικά παντρέματα και πολλή νοσταλγία. Που σημαίνει πως με άλλα τόσα, την ξαναφτιάχνει (;).
Στο fusion «πιάτο» της Rina Sawayama, πάντως, περιλαμβάνονται σίγουρα και τα τρία παραπάνω. Η φιλικά διακείμενη διάθεση για r’b’ είναι σαφής. Η ίδια είναι Ιαπωνίδα, μεγαλωμένη στο Λονδίνο, που δεν ξεχνά να υπογραμμίζει την καταγωγή της (“Tokyo Love Hotel”). Το πραγματικό ζουμί, όμως, στην περίπτωσή της κρύβεται στο κεφάλαιο «νοσταλγία».
Έχουμε συνηθίσει στην pop μια αναπόληση για πράγματα που, στις περισσότερες περιπτώσεις, οι δημιουργοί δεν έχουν καν ζήσει σε πραγματικό χρόνο και πάνε πίσω, συχνά στην δεκαετία του ‘80. Δεν είχε, όμως, σκεφτεί πραγματικά κανείς ως τώρα, να κάνει έναν δίσκο-ωδή στη δεκαετία που μεγάλωσε το σύγχρονο «δυναμικό» κοινό, με όρους οικονομίας, των millennials: τα 00s.
Στο ντεμπούτο της, λοιπόν, με τίτλο το επώνυμό της, η Sawayama τραγουδάει pop κομμάτια για όλους εκείνους που τα Σάββατα καταλήγουν σε trash parties, μιας και γι’ αυτούς, ο μόνος τρόπος να απολαύσουν χωρίς τύψεις την mainstream μουσική των παιδικών τους χρόνων, είναι αν κολλήσουν μπροστά την ταμπέλα του “guilty pleasure”. Η τραγουδίστρια φτιάχνει ένα υβρίδιο που προσπαθεί λίγο έως πολύ να τους πιάσει όλους, σε άλματα ανάμεσα στα είδη, που δύσκολα αποφεύγουν το χαρακτηρισμό του κιτς.
Έτσι, η Rina Sawayama (σε συνέχεια παρόμοιων πρόσφατων προσπαθειών από ονόματα όπως η Poppy και οι Babymetal) μας υπενθυμίζει πως κάποτε το metal μετρούσε (σε δολάρια) μόνο αν είχε μπροστά το nu (“STFU!”) και οι Evanescence ακούγονταν στο ραδιόφωνο 20 φορές τη μέρα (“Dynasty”). Αλλά κι ότι αρχίσαμε να αποκτούμε συνείδηση μιας εντελώς πρωτόγνωρης, ασαφούς ακόμα αλλά συναρπαστικής, στα τότε μάτια μας, σεξουαλικότητας όταν η Britney Spears φιλούσε τη Madonna στα MTV Awards και ήταν In The Zone («αυτό με το “Toxic”», ντε...), σε κομμάτια όπως το “XS”.
Καλά όλα αυτά, αλλά, αναπόφευκτα, ο τρόπος με τον οποίο δένει τις αναφορές της η Ιαπωνο-βρετανίδα, μοιάζει περισσότερο υπολογιστικός και «εργαστηριακός», παρά οργανικός. Έχει ο δίσκος πιασάρικα κομμάτια προορισμένα να γίνουν κολλητικά χιτάκια; Απόλυτα. Το να φτιάξει, ωστόσο, ένα κακέκτυπο, λόγου χάρη, του “Cry me A River” του Justin Timberlake (“Akasaka Sad”) δεν κάνει την Sawayama κι αυτόματα υπολογίσιμη pop δύναμη. Ούτε, το να μας κάνει να αναρωτηθούμε τι να κάνει αυτή η Ashanti (“Love Me 4 Me”) και να μας θυμίσει ότι κάποτε ζήσαμε την r’n’b αναβίωση της Mariah Carey με τους δέκτες μας συντονισμένους στο Mad TV (“Bad Friend”).
Αν συνυπολογίσει κανείς σε όλα αυτά και την αγωνία της εκκολαπτόμενης pop star να ανταποκριθεί στην must θεματική ατζέντα του τώρα ("Comme des Garçons (Like the Boys)"), συμπεραίνει εύκολα πως έχουμε στα χέρια μας ένα αποτέλεσμα που υπεροπροσπαθεί και συχνά, το κάνει άτσαλα. Αν αυτή είναι μια αρχή για την pop να κοιτάξει δύο δεκαετίες πίσω, μένει να φανεί. Ο δίσκος της Rina Sawayama μπορεί πάντως, σε αυτό το πλαίσιο, να ιδωθεί ως απλά μια νύξη κι όχι ως μια πραγματικά μεστή προσπάθεια.
Για να το πούμε αλλιώς, αν η nikkei είναι η απόλυτη fusion κουζίνα, μπλέκοντας την αψάδα των περουβιανών πιάτων με την ακρίβεια των ιαπωνικών, δεν σημαίνει πως θέλουμε να την φάμε από τον καθένα. Ο σεφ πρέπει να είναι μάστορας. Και τηρουμένων των αναλογιών, η Rina Sawayama δεν είναι καν ακόμη σεφ.