To κίνημα του #metoo μοιάζει συγχρόνως σαν ευχή και κατάρα για τον γυναικείο λόγο. Γιατί, ναι μεν απέδωσε μια κάποια δικαιοσύνη (που επισφραγίστηκε και κυριολεκτικά, στην περίπτωση του Weinstein) αλλά, ομογενοποίησε την ίδια στιγμή την φεμινιστική ρητορική με έναν τρόπο σχεδόν (αυτο)καταστροφικό -και δυστυχώς, ενίοτε, επιφανειακό. Συχνά, ο γυναικείος λόγος γίνεται, πλέον, άλλο ένα επικοινωνιακό εργαλείο της δημόσιας σφαίρας με πολύ συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και λειτουργίες. Γίνεται άλλο ένα κλισέ.
Όχι, όμως, στην περίπτωση της Fiona Apple. Κι αυτό γιατί, μάλλον, έχει ξεκαθαρίσει από την αρχή μέσα της ότι δεν ενδιαφέρεται να μιλήσει ως φεμινίστρια, αλλά, ως γυναίκα. Ναι, φυσικά έχει κι αυτή το δικό της αφήγημα. Αρκεί να διαβάσετε τις δύο εκ βαθέων πρόσφατες συνεντεύξεις της, στο Vulture και στο (καταπληκτικό) long story του New Yorker -κείμενα κατατοπιστικότατα για να μάθετε την ιστορία της και τον τρόπο που βλέπει και παρουσιάζει τον εαυτό της.
Παραδοξως, όμως, αυτές μοιάζουν απλά συνοδευτικά μπροστά στο χειμαρρώδες Fetch The Bolt Cutters, τον πέμπτο, δηλαδή, δίσκο της. Είναι σημαντικό ότι σε αυτό δεν θέλει να ιδωθεί σαν μια αγωνίστρια που κουνάει με ύφος το δάχτυλο. Αυτό της διασφαλίζει την ενέργεια και την ηρεμία που χρειάζεται ώστε να γίνει μια συγκροτημένη και περιγραφική αφηγήτρια, που εξιστορεί τη ζωή της σε μικρά μουσικά κεφάλαια κι αφήνει την ίδια τη λεκτική γλαφυρότητα να κάνει τη δουλειά.
Ο δίσκος ακούγεται σαν μια guerilla ηχογράφηση, στην οποία, όμως, όλα βρίσκονται υπολογισμένα στο σωστό τους σημείο. Ηχογραφήθηκε στο σπίτι της Fiona Apple και πέρα από στίχους που φαίνεται πως γράφτηκαν, σβήστηκαν και ξαναγράφτηκαν πολλές φορές σε σημειωματάρια, παρελαύνουν επίσης ακομπλεξάριστα σε αυτόν από αυτοσχέδια κρουστά, μέχρι σκύλοι και η Cara Delevingne σε ρόλο γάτας (ναι, αυτή νιαουρίζει στο ομώνυμο κομμάτι).
Η Apple έφτιαξε έναν δίσκο σχεδόν ιδανικών ισορροπιών και αντιθέσεων. Ζητάει να την αγαπήσουν με έναν αποφασιστικό τρόπο, που μόνο έχοντας πατήσει τα 40 θα μπορούσε να έχει (“I Want You To Love Me”). Συγχρόνως, επιστρέφει εμμονικά στην παιδική της ηλικία -κάτι λογικό και αναμενόμενο για ένα κορίτσι που βιάστηκε στα 12 και άρχισε τα πάρε-δώσε με τον κόσμο της δισκογραφίας στα 17 της: θυμάται εκείνη τη μία συμμαθήτρια που πίστευε σε αυτήν (“Shameika”), χρησιμοποιεί μια παιδική εικονογραφία γεμάτη μπαλόνια, φράουλες και φασόλια για να μιλήσει για την κατάθλιψη (“Heavy Balloon”).
Τα λεκτικά όπλα της Fiona Apple κινούνται κάπου μεταξύ χιπ χοπ και λογοτεχνίας. Τσαλακώνει τη φωνή της με τρόπο που περισσότερο μοιάζει σαν να ραπάρει και να μιλάει τραγουδιστά (“Ladies”) παρά σαν να τραγουδάει. Γίνεται σχεδόν επιθετικά άμεση (“Kick me under the table all you want, I won't shut up” στο “Under the Table”), αλλά και «ντυλανικά» ποιητική (“And I know none of this will matter in the long run / But I know a sound is still a sound around no one” στο “I Want You To Love Me”). Όταν γίνεται πιο αιχμηρή, μοιάζει σαν να γράφει τα τραγούδια της σαν διηγήματα του Raymond Carver (“Newspaper”, “Ladies”) με σοκαριστική ευθύτητα, ακόμη και για γερά στομάχια (“You raped me in the same bed your daughter was born in” στο “For Her”).
Κι όμως, ένας δίσκος που έχει τόσα να πει, είναι κατά βάση ένας σωματικός δίσκος. Μια δουλειά ρυθμού και όχι μελωδίας. Χωρίς ούτε ένα κομμάτι να εξωκείλει στο να ακουστεί ανιαρό ή μονότονο. Κι αυτό γιατί η Apple κρατά, καθ’ όλη τη διάρκεια. ένα αμείωτο συναισθηματικό κρεσέντο που ανήκει ξεκάθαρα στον κόσμο των singer songwriters και στολίζει στα σημεία με την χαρακτηριστική jazzy ζεστασιά της φωνή της. Μην επαναπαύεστε, όμως, δεν θα σας αφήσει στιγμή να χαλαρώσετε. Γιατί μερικές φορές τραγουδάει με μια τέτοια εσωτερική ένταση που περιμένεις από στιγμή σε στιγμή εκείνο το “fuck”, που δεν ακούγεται πουθενά σε αυτό τον δίσκο.
Το Fetch The Bolt Cutters καταφέρνει να ακούγεται αληθινό, σαν να έπρεπε να ήταν πάντα εκεί. Aλλά και σαν να ήρθε αναπάντεχα από το πουθενά, κάτι που το κάνει ακόμα πιο θαυμαστό. Είναι μια γυναικεία αφήγηση που τα έχει βρει με τον εαυτό της και ένας δίσκος διορατικός και επινοητικός χωρίς μεγαλοπρέπειες -και τα δύο, είδη προς εξαφάνιση.
Ίσως μια μερίδα ακροατών -από αυτούς που πασχίζουν να καταλάβουν τα πάντα τοποθετώντας τα σε κουτάκια- να έχουν ανάγκη αυτό το 10/10 του Pitchfork ώστε να νοηματοδοτηθεί ο δίσκος και προς άλλη μια συντεταγμένη (να υπενθυμίσω ότι είχε ξαναδώσει αυτό το "perfect 10" πριν 10 χρόνια στο My Beautiful Dark Twisted Fantasy του Kanye West και 10 χρόνια νωρίτερα από αυτό, στο Kid A των Radiohead -τα hipster συμπεράσματα δικά σας).
Αυτό, όμως, που κάνει σπουδαίο τον δίσκο της Apple είναι ότι, ακριβώς, δεν χρειάζεται καμία τέτοια αναγωγή για να αποδείξει την αξία του. Είναι ένας δίσκος άμεσος αλλά και πνευματώδης, νευρώδης αλλά και λεπτοραμμένος. Μια μουσική αυτοβιογραφία από αυτές που αποφεύγουν τις κλισέ αφηγήσεις, ακριβώς γιατί αποδεικνύονται κατώτερες του υλικού της. Ακόμη κι αν δεν έζησε ούτε αυτή καλά, ούτε εμείς καλύτερα.