Δεν πρόδωσαν ποτέ κανέναν οι Pearl Jam -ούτε όσους τους πίστεψαν από την πρώτη κιόλας μέρα που τους άκουσαν στο ραδιόφωνο ή από την πρώτη φορά που τους είδαν στη μεταμεσονύκτια ζώνη του MTV, κάπου στο μακρινό 1991. Όμως το σημαντικότερο είναι ότι δεν πρόδωσαν τις ίδιες τις ιδέες τους και δεν αλλοτριώθηκαν.

Το ορμητικά και απαισιόδοξα τραγούδια τους που γεννήθηκαν στο πνιγηρό προαστιακό τοπίο του Σιάτλ, εξέφραζαν την κοινωνική ανησυχία μιας ολόκληρης γενιάς που αντιδρούσε αυθόρμητα σε ένα τεχνοκρατικό σύστημα ροκ ψυχαγωγίας. Το ανέμελο στυλ των slackers προσέφερε ένα αντίδοτο στην αυτοκαταστροφική μυθολογία που συνόδευε τους "bigger than life" αστέρες και τις εκκεντρικές υπερβολές τους, πάνω στις οποίες συνήθως γράφεται η μουσική ιστορία (δυστυχώς). Ο Eddie Vedder έγινε ο αληθινός ρόκερ με την καθαρή καρδιά -τουλάχιστον για όσους είχαν ανάγκη ένα τέτοιο πρότυπο- εκφράζοντας την εσωτερική καταχνιά των εικοσάρηδων, που το αντίδοτό τους δεν ήταν ποτέ η αναρρίχηση των αγαπημένων τους καλλιτεχνών στο Billboard. Με κάποιο μαγικό τρόπο, ο άτιμος το κάνει ακόμα.

Προτιμώ αυτή τη φάση των Pearl Jam (δηλαδή αυτή του Backspacer (2009), του Lightning Bold (2013) και του Gigaton (2020)) κι ας μεσολαβούν τόσα χρόνια αναμονής ανάμεσα στους δίσκους. Φαίνεται ότι δουλεύουν σε βάθος την παραγωγή, ότι επενδύουν χρόνο για να ακονίσουν τις κιθάρες τους σαν λεπίδες κι ότι φροντίζουν να καθαρίσουν πλήρως το ηχητικό λίπος των τραγουδιών. Την προτιμώ αυτή τη φάση από την περίοδο του No Code (1996), του Yield (1998) και του Binaural (2000) που σε σύγκριση με τώρα, οι Pearl Jam ακούγονταν σχετικά αζύμωτοι και πλαδαροί σε σημεία.

Ακούγοντας ξανά και ξανά το Gigaton, αν μη τι άλλο αισθάνεσαι ότι η σπουδαιότητα του σύγχρονου ροκ δεν έχει εξωστρακιστεί για πάντα. Οι Pearl Jam εκπέμπουν εκείνη τη σοβαρότητα του ροκ συγκροτήματος που μπαίνει στο στούντιο για κάποιο λόγο της προκοπής: την αληθινή αυτοέκφραση, τον αγνό ρομαντισμό και τον τίμιο θυμό. Τα τραγούδια τους είναι πλούσια, κοφτά, μεστά και ζωντανά. Το δικό τους hard rock έχει καθαρό κούτελο και είναι απαλλαγμένο από τοξικότητες.

Μεγάλο μερίδιο της επιτυχίας πρέπει να χρεωθεί στον παραγωγό Josh Evans, ο οποίος τίμησε την κληρονομιά του Brendan O’Brien. Αυθεντικό παιδί της Generation X, o Evans έβαλε όλη του την αγάπη για να κάνει τους Pearl Jam να απευθύνονται σε ανθρώπους που μοιράζονται τα ίδια χαρακτηριστικά μαζί τους και έχουν κοινές μνήμες. Στο “Superblood Wolfmoon” μοιάζουν σαν να είναι πομποί και δέκτες του ευοίωνου μετά-punk. Στο “Quick Escape” ακούγονται κοφτεροί και υπέροχα επίκαιροι, μακριά από την απολιτίκ αντάρα του κολεγιακού ροκ, με τις κιθάρες του Mike McCready να παίρνουν φωτιά. Στο “Retrogade” τα τύμπανα του Matt Cameron, το μπάσο του Jeff Ament και η κιθάρα του Stone Gossard συντονίζονται με χάρη σε ψυχεδελικές συχνότητες.

Οι ήρωες που αποτέλεσαν το καύσιμο αυτής της διαδρομής είναι εκεί. Στο “Never Destination” θα καταλάβεις ότι το φάντασμα των Buzzcocks χαμογελά. Το “Seven O’Clock” έχει την ευχή του νονού Neil Young. Και αν ακούσεις πολύ προσεκτικά το “Comes Then Goes”, θα διακρίνεις πώς ο Layne Staley, o Chris Cornell, ο Kurt Cobain, ο Andrew Wood και πολλοί άλλοι αξιοπρεπείς φίλοι εμψυχώνουν την προσπάθεια του Eddie Vedder στο μικρόφωνο. Σαν να του δίνουν κουράγιο να κομίσει μερικές ακόμη αλήθειες που οι ίδιοι δεν μπορούν πια να μοιραστούν μαζί μας.

Τι πιο ωραίο;


{youtube}ymf7DZUeVow{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured