Η μαγεία στάθηκε καταφύγιο και θύλακας συσπείρωσης για μεγάλο αριθμό μειονοτήτων μέσα στη βαθιά πατριαρχική και καταπιεστική δομή που υπήρξε (και παραμένει, σε μεγάλο βαθμό) ο Δυτικός κόσμος, από την ύστερη αρχαιότητα ως σήμερα. Παντρεύοντας στοιχεία του κυρίαρχου δόγματος με απομεινάρια των δικών τους τοπικών δοξασιών και λατρειών, γυναίκες, αιρετικοί, απομονωμένοι επαρχιώτες, αλλόθρησκοι και κάθε λογής απόβλητοι ύψωσαν μια μυστική δομή αντίστασης απέναντι στο τέρας. Συν τοις άλλοις, αυτή λειτουργούσε και θεραπευτικά, δια της κοινωνικής δράσης, της ψυχοθεραπείας, της επαφής με το υπερβατικό.
Η Αμερικανίδα Lingua Ignota (κατά κόσμο Kristin Hayter), η οποία έχει υπάρξει θύμα ενδοοικογενειακής βίας στο παρελθόν, χρησιμοποιεί τη μουσική με παρόμοια λογική: σαν ξόρκι απέναντι στην κακοποίηση και στην κυριαρχία. Ο τρίτος της δίσκος Caligula παίρνει το όνομά του από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα που έμεινε θρυλικός για τη βαναυσότητα και κατάχρηση εξουσίας στην οποία προέβη. Η βία, η κακοποίηση και η οδύσσεια του θύματος προς την ανάρρωση, είναι η θεματική γύρω από την οποία κινείται το άλμπουμ, αγκαλιάζοντας παράλληλα τα αισθήματα εκδίκησης και μίσους που αναδύονται.
Στο Caligula η Αμερικανίδα απογυμνώνει τη μουσική της, ξεφλουδίζοντας τα πιο ηλεκτρονικά και πειραματικά στοιχεία του παρελθόντος και γεμίζοντας την ατμόσφαιρα με μυστικισμό –που γίνεται εμφανής στους στίχους και στην ίδια την υποβλητικότητα της παραγωγής. Με τη φωνή της στον πρωταγωνιστικό ρόλο και το πιάνο σαν βασικό σύντροφο, δημιουργεί μια εμπειρία με θρησκευτικό μανδύα. Παράλληλα η μυσταγωγία εντείνεται με noise περάσματα, βίαιο percussion και αρρωστημένα samples· οι κολασμένες στιγμές του δίσκου, αξίζουν τον χαρακτηρισμό τους ως τέτοιες.
Οι ταχύτητες είναι αργές, δημιουργώντας επιβλητικές ατμόσφαιρες, αντάξιες ενός καθεδρικού ναού: αποκορύφωση είναι το “Butcher Οf Τhe World”, που έχει ως ραχοκοκαλιά αυτούσια την ανατριχιαστική μελωδία του γνωστού “Funeral Οf Queen Mary”. Η θρησκευτικότητα προβάλλει σκοτεινή εδώ, περνάει μέσα από αλυσίδες (που άλλωστε ακούγονται στο “Do You Doubt Me Traitor”), για να κατέλθει σε μια βασανιστική κόλαση. Υπό αυτήν την έννοια, ο δίσκος θυμίζει την πορεία του μυημένου προς τη φώτιση, μέσα από τη σκοτεινή νύχτα της ψυχής.
Οι στίχοι από τη μία γαντζώνονται από τον Χριστιανισμό για να τον γυρίσουν ανάποδα, ατενίζοντας τον Σατανά ως αντιστασιακό σύμβολο κάθαρσης. Παράλληλα καταπιάνονται με πράγματα που μπορεί να συμβαίνουν στο σώμα και το πνεύμα του θύματος, στην πορεία από την κακοποίηση μέχρι την ενδοσκόπηση (“Sorrow! Sorrow! Sorrow!”) και τη φευγαλέα κάθαρση –ή την αδυναμία επίτευξής της– με έμφαση σε συναισθήματα που έχουμε μάθει να (προσπαθούμε να) απορρίπτουμε: εκδίκηση, μίσος, αδυναμία συμφιλίωσης με τον θύτη, απελπισία, παραίτηση.
Οι φωνητικές επιρροές της Lingua Ignota είναι λεγεώνα: από τη Diamanda Galás και τον Attila Csihar μέχρι παραδοσιακές θρησκευτικές ψαλμωδίες, αλλά και την Kate Bush στο “If The Poison Won’t Take You My Dogs Will”. Το στυλ της Αμερικανίδας μεταλλάσσεται: θα την ακούσουμε σε οριακά ψαλμωδικό τρόπο απαγγελίας (με αχνή πολυφωνική ενίσχυση, η οποία αυξάνει την εντύπωση ναού), σε ατονικά ξεψυχίσματα, σε οπερετικής υφής μελωδικές γραμμές, σε ακραία σκουξίματα επί σκοτεινών θρησκευτικών μοτίβων.
Το Caligula είναι ένας δίσκος ακραίος, όμορφος και δηλητηριώδης· μουσική για να ακούς στο σκοτάδι (όπως λέγανε και οι Coil). Μια κατάβαση στην κόλαση, μια βουτιά στην καθαρτική απελπισία, η οποία έχει πολλά πνευματικά κοινά με τα σκοτεινότερα σημεία των Diamanda Galás και Nick Cave. Με το τρίτο της άλμπουμ η Lingua Ignota πλέκει ζοφερά ξόρκια απέναντι σε κάθε επίδοξο κυρίαρχο σωμάτων και μυαλών. Μια διαχρονικώς ριζοσπαστική ηχητική μαγεία.
{youtube}56SLCJ7Odzw{/youtube}