Ο Tubby Hayes γεννήθηκε στις 30 Ιανουαρίου του 1935 στη συνοικία του St Pancras και μεγάλωσε στο Raynes Park, στο νοτιοδυτικό Λονδίνο. Ο πατέρας του ήταν βιολονίστας στο στούντιο του BBC και έκανε στον γιο του μαθήματα βιολιού από μικρή ηλικία. Στην ηλικία των δέκα ετών, ο Hayes έπαιζε πιάνο και ξεκίνησε να μαθαίνει να παίζει τενόρο σαξόφωνο στα έντεκα. Ο Dizzy Gillespie ήταν μια πρώιμη επιρροή.

«Πάντα άκουγα swing μουσική, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του '40 και, στην πραγματικότητα, ήμουν απλώς ένα μικρό παιδί εκείνη την εποχή. Δεν είχα σκοπό να γίνω τενόρος, αν και πάντα μου άρεσε το τενόρο (σαξόφωνο). Νομίζω ότι ίσως ο Dizzy να με επηρέασε περισσότερο από τον Charlie Parker επειδή ήταν κάπως πιο προσιτός, τραβούσε πιο εύκολα την προσοχή σου. Όσον αφορά τις επιρροές μου όλα αυτά τα χρόνια, ο Stan Getz ήταν σίγουρα μια από αυτές, και αργότερα οι (Sonny) Rollins, (John) Coltrane, (Hank) Mobley και, σε μικρότερο βαθμό, ακόμη και ο Zoot (Sims)».

Μαθητής ακόμα, ο Hayes συμμετείχε σε διάφορα ημι-επαγγελματικά συγκροτήματα στο νότιο Λονδίνο. Τελικά εγκατέλειψε το σχολείο σε ηλικία δεκαέξι ετών και άρχισε να παίζει επαγγελματικά.

Το 1951 εντάχθηκε στο σεξτέτο του Kenny Baker και αργότερα έπαιξε με άλλους σπουδαίους μουσικούς της βρετανικής jazz, όπως οι Terry Brown, Tito Burns, Roy Fox, Vic Lewis και Jack Parnell. Το 1955 σχημάτισε το δικό του οκτέτο: Tubby Hayes & His Orchestra. Το συγκρότημα περιόδευσε εκτενώς στο Ηνωμένο Βασίλειο και ηχογράφησε αρκετά sessions για την Tempo Records, αλλά διαλύθηκε σύντομα.

Τα πολύτροπα μουσικά ενδιαφέροντα του Hayes είχαν ως αποτέλεσμα να μάθει βιμπράφωνο στις αρχές του 1957. Αν και έπαιξε περιστασιακά vibes σε ορισμένες από τις ηχογραφήσεις του, ο Hayes τελικά απογοητεύτηκε επειδή δεν είχε «την τεχνική να κάνει τα μισά πράγματα σε σχέση με αυτά που μπορούσε να κάνει στο σαξόφωνο». Το 1958 άρχισε να μαθαίνει φλάουτο, όργανο που συνέχισε να χρησιμοποιεί, παράλληλα με το σαξόφωνο, μέχρι το τέλος της δισκογραφικής του καριέρας.

«Αν ο John Coltrane είχε μαθητεύσει πλάι στον Benjamin Ambrose και όχι στον Dizzy Gillespie, κάπως έτσι θα μπορούσε να ακουγόταν», παρατήρησε αργότερα ένας συγγραφέας της jazz. Μέχρι την ηλικία των 20 ετών, ο Hayes ηγείτο του δικού του συγκροτήματος και ηχογραφούσε για την εταιρεία Tempo, φτιάχνοντας μια σειρά από EP που εξακολουθούν να έχουν μεγάλη δύναμη μέχρι σήμερα. Μικροσκοπικός σε ανάστημα, αλλά πανύψηλος σε ικανότητες, σύντομα απέκτησε ένα κατάλληλο παρατσούκλι: Ο Μικρός Γίγαντας. Και είναι αλήθεια ότι ήταν πάντα ευαίσθητος με το ύψος του.

Ronnie Scott & the Jazz Couriers

Το πιο αποφασιστικό βήμα για τον Hayes ήταν η γνωριμία του, γύρω στο 1957, με τη σημαντικότερη ίσως μορφή της βρετανικής jazz, τον επίσης τενορίστα Ronnie Scott (28/01/1927 – 23/12/1996). Μαζί σχημάτισαν τους Jazz Couriers, ό,τι πιο μοντέρνο και πρωτοποριακό είχε να επιδείξει τότε η βρετανική jazz. Ορμητήριό τους ήταν το Σόχο, στέκι τότε των hipsters, των beat και των Λονδρέζων υπαρξιστών. Στην ίδια συνοικία, σε ‘ένα υπόγειο στο Ν. 39 της Gerrard St, ο Scott θα άνοιγε στις 30 Οκτωβρίου του 1959 το πλέον θρυλικό στέκι της λονδρέζικης jazz σκηνής: το Ronnie Scott's Jazz Club, που αργότερα, το 1965, μετακόμισε σε ένα μεγαλύτερο ισόγειο χώρο στο N. 47 της Frith St (η ιστορία του Ronnie Scott και του ομώνυμου club είναι ένα ξεχωριστό, τεράστιο κεφάλαιο∙ οψόμεθα).

Ο Scott διηγούνταν συχνά τη συνάντησή του με τον Hayes: «Αυτό το μικρό, κάπως παχουλό αγόρι ήρθε, κρατώντας το σαξόφωνό του. Ήταν πολύ ευγενικός, συνεσταλμένος. Του πρότεινα να δοκιμάσουμε ορισμένα κομμάτια, και τα πήγε περίφημα. Έπιασε το παίξιμό μου από την αρχή, και με το δικό του, του προσέδωσε άλλη διάσταση στα κομμάτια που προβάραμε. Με τρόμαξε». Γρήγορα  οι Jazz Couriers θα εξελιχθούν σε ένα από τα πιο επιτυχημένα βρετανικά jazz σχήματα της εποχής τους. Ένα δυναμικό κουιντέτο που απηχούσε ακομπλεξάριστα το μήνυμα του Art Blakey, του Horace Silver και την αισθητική της jazz της Ανατολικής Ακτής (των ΗΠΑ) αισθητική. Γρήγορη, απτά συναρπαστική και γεμάτη νεανικό μπρίο, η μουσική των Jazz Couriers αμφισβήτησε την κοινώς αποδεκτή αντίληψη ότι η βρετανική jazz ήταν αυτόματα κατώτερη από αυτή των Αμερικανών ξαδέρφων της. Ηχογράφησαν μια σειρά από άλμπουμ που βρήκαν μεγάλη απήχηση, ενώ η δημοτικότητά τους εκτινάχθηκε στα ύψη ύστερα από τον κοινή περιοδεία τους στη Βρετανία με το κουαρτέτο του Dave Brubeck.

Μέχρι το 1959, ο Hayes είχε αναμορφώσει το κουαρτέτο του. Τον ίδιου χρόνο ηχογράφησε το album Tubby's Groove,  που θεωρείται ευρέως ως η κορυφαία δουλειά του. Τράβηξε μάλιστα τότε την προσοχή του Alfred Lion, συνιδρυτή της περίφημης Blue Note Records. Μέσω συμφωνίας με την Blue Note, ο παραγωγός του Hayes, Tony Hall, εξασφάλισε ένα session με τον σπουδαίο, τζαμαϊκανικής καταγωγής, Βρετανό τρομπετίστα Dizzy Reece. Το σχετικό album του Reece, με τον τίτλο Blues in Trinity εκδόθηκε αργότερα από την Blue Note το 1959. Μαζί με τους Reece και Hayes, ο Art Taylor στα τύμπανα και ο Donald Byrd στην τρομπέτα, σε ένα πραγματικό διαμάντι του hard-bop.

O Tubby στη Νέα Υόρκη

Ο Hayes υπέγραψε στη Fontana Records το 1961, κυκλοφορώντας γρήγορα το ντεμπούτο του για τη δισκογραφική, με τον τίτλο Tubbs. Η Fontana πρόσφερε στον Hayes, καλύτερη διανομή και promotion σε διεθνές επίπεδο, μολαταύτα δεν κατόρθωσε να τον προωθήσει αποτελεσματικά στις ΗΠΑ. Ο Hayes παρόλα αυτά θα παρέμενε στην εταιρεία μέχρι τον πρόωρο θάνατό του.  Λίγο μετά την υπογραφή του στη Fontana, ο Hayes προσκλήθηκε να παίξει ένα residency στο Half Note Club στη Νέα Υόρκη ως μέρος μιας νέας συμφωνίας για την Ένωση Μουσικών της Διατλαντικής που διαπραγματεύτηκε ο σαξοφωνίστας και μάνατζερ Pete King. Σύμφωνα με το deal, η μπάντα του σαξοφωνίστα Zoot Sims θα έπαιζε αντίστοιχα στο Ronnie Scott's ως μέρος. της ανταλλαγής. Ενώ βρισκόταν στις ΗΠΑ, ο Hayes ηχογράφησε στη Νέα Υόρκη με τους Clark Terry, Eddie Costa και Horace Parlan. Ο Hayes θα επέστρεφε στις ΗΠΑ για εκτεταμένες επισκέψεις στις αρχές της δεκαετίας του 1960, και θα έμπαινε στην τροχιά πολλών γνωστών jazzmen της Νέας Υόρκης, όπως ο Paul Desmond, ο Miles Davis, ο Donald Byrd, ο Sonny Rollins, ο Al Cohn και ο Quincy Jones∙ συνεργάστηκε με τον τελευταίο στην παραγωγή στο album Return Visit! του 1962, με τις συμμετοχές σπουδαίων μουσικών όπως οι James Moody, Roland Kirk, Walter Bishop Jr, Sam Jones και Louis Hayes. Ο Hayes έπαιξε στο Half Note για άλλη μια φορά το 1964, στο Boston Jazz Workshop την ίδια χρονιά, και στο Manne-Hole της Shelly Manne στο Λος Άντζελες, το 1965.

Στη διάρκεια της παραμονής του στις ΗΠΑ, ο Hayes αισθανόταν ότι κατά κάποιο τρόπο εκπροσωπούσε τη βρετανική jazz εν συνόλω. Δήλωσε τότε: «Αισθάνομαι ότι έχω μια τεράστια ευθύνη μαζί μου για όλη την υπόθεση της μουσικής τζαζ σε αυτή τη χώρα», έγραψε. «Θα κάνω ό,τι μπορώ για να δημιουργήσω μια ευνοϊκή εντύπωση».

Το Tubby's Groove και οι εμφανίσεις στο BBC

Επιστρέφοντας στο Λονδίνο, ο Hayes δούλεψε για λίγο στην τηλεόραση, τον κινηματογράφο και το ραδιόφωνο, παρουσιάζοντας τη δική του τηλεοπτική μουσική εκπομπή στο BBC (1961–1963). Τον Φεβρουάριο του 1964 συνεργάστηκε με τον Αμερικανό (με καταγωγή από το Πράσινο Ακρωτήριο) σαξοφωνίστα Paul Gonsalves (συνεργασία από την οποία προέκυψαν δύο δίσκοι: Just Friends 1964 και Change of Setting 1965).  

Την άνοιξη του 1960 κυκλοφόρησε ένα νέο άλμπουμ κουαρτέτου με τίτλο Tubby's Groove, ένας δίσκος που πούλησε ικανοποιητικά και απέσπασε διθυραμβικές κριτικές από τη «Βίβλο της Jazz», το αμερικανικό περιοδικό DownBeat («ευφυής και ευαίσθητος ερμηνευτής ...τολμηρός στους αυτοσχεδιασμούς στις γρήγορες εναλλαγές στις κλίμακες…», έγραφε το Downbeat).Τον Ιούνιο του 1960 έφτασε η σειρά του Melody Maker να αποθεώσει το album. Το ανέδειξε «άλμπουμ του μήνα», ο πρώτος δίσκος της βρετανικής jazz που κατόρθωνε κάτι τέτοιο – το «άλμπουμ του μήνα» ήταν συνήθως καπαρωμένο από Αμερικανούς μουσικούς. «Ο Tubby Hayes είναι πλήρης μουσικός – στα 25 του» έγραφε η κριτική της εφημερίδας, η οποία επαίνεσε τον Hayes για την επίτευξη «πλήρους ωριμότητας σε μια εποχή που οι περισσότεροι jazzmen αγωνίζονται ακόμα να ανακαλύψουν τον εαυτό τους».

Εκτός από τις σόλο δουλειές του ή τις ηχογραφήσεις με τα δικά του σχήματα, ο Hayes εμφανίστηκε επίσης σε ηχογραφήσεις άλλων μουσικών της jazz με έδρα το Ηνωμένο Βασίλειο: ας αναφερθούν η Big Band του Harry South και το σεξτέτο του τρομπετίστα Ian Hamer. Ωστόσο, μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1960, οι ευκαιρίες για κανονική απόδοση τζαζ μειώθηκαν καθώς τα στέκια της jazz στη Μεγάλη Βρετανία έστρεψαν το ρεπερτόριό τους το R&B και τη βρετανική pop. Ο Hayes ανταποκρίθηκε στο νέο κάλεσμα των καιρών, καλλιέργησε σε σχέσεις με μουσικούς του  τη φήμη του underground rock που με τη σειρά τους σχετίζονταν με τη Νέα Αριστερά, και συμμετείχε, μεταξύ άλλων, στο album Music in a Doll's House, το ντεμπούτο του psyche/prog-rock συγκροτήματος Family (1967).

Ο Hayes εμφανίστηκε σε πολλές ταινίες, όπως το All Night Long με τον Dave Brubeck και τον Charles Mingus, στο A King in New York σε σκηνοθεσία Charlie Chaplin, αλλά και ως κομπάρσος σε horror films,  όπως Το σπίτι του τρόμου της περίφημης κινηματογραφικής εταιρείας Hammer (βλέπε τους “Δράκουλες” με τον Christofer Lee, το “Frankenstein” με τον Peter Kushing, κ.ά.).

1968–73: Ρέκβιεμ

Τα επαγγελματικά προβλήματα του Hayes που προέκυψαν από την ύφεση στο κύκλωμα της jazz του Ηνωμένου Βασιλείου επιδεινώθηκαν από έναν συνδυασμό ζητημάτων σχέσεων, και προβλημάτων με το αλκοόλ και τα ναρκωτικά. Μέχρι το 1968 είχαν αρχίσει να επηρεάζουν δημόσια την καριέρα του. Συνελήφθη στο σπίτι του στην Τσέλσι τον Αύγουστο του 1968 για κατοχή ηρωίνης και, λόγω των δυσκολιών του με τον εθισμό, του επιβλήθηκε ποινή με αναστολή. Μέχρι το τέλος του επόμενου έτους, είχε αρχίσει να αντιμετωπίζει αναπνευστικές δυσκολίες όταν έπαιζε, το τελευταίο σε μια μακρά σειρά ταλαιπωριών. Τον Ιούλιο του 1971 υποβλήθηκε σε εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς για αντικατάσταση της μιτροειδούς βαλβίδας. Αυτή η επιχείρηση ήταν επιτυχής και ξεκίνησε την επιστροφή του με μια περιοδεία στο εξωτερικό, συμπεριλαμβανομένης μιας επιτυχημένης τουρνέ στη Σκανδιναβία τον Φεβρουάριο του 1972, όπου σχημάτισε κουαρτέτο με τους Σουηδούς μουσικούς Staffan Abeleen, Niels-Henning Ørsted Pedersen και Alex Riel . Μια ζωντανή παράσταση αυτού του κουαρτέτου καταγράφηκε στο album “Tubby Hayes Quartet In Scandinavia”, που εκδόθηκε από το label της Storyville.

Το υπόλοιπο της καριέρας του Hayes ήταν ένα μείγμα μουσικού θριάμβου και προσωπικής τραγωδίας και, κατά κάποιο τρόπο, έμελλε να παραμείνει ένας παγκοσμίου φήμης jazzman περιχαρακωμένος όμως στη νοοτροπία της «τοπικότητας». Ήρθε ακόμη για ένα διάστημα σε σύγκρουση με τη διαχείριση του Ronnie Scott's, το αυτοκρατορικό club της βρετανικής jazz, που είχε ουσιαστικά βοηθήσει να χτιστεί. Ωστόσο, δεν αποτέλεσε τροχοπέδη στην πορεία του προς την αιωνιότητα: το ντεμπούτο του στις ΗΠΑ, κατέρριψε για πάντα τον μύθο ότι η βρετανική jazz ήταν ένα υποκατάστατο δεύτερης κατηγορίας, άλλαξε διά παντός την παγκόσμια πρόσληψή της, γεγονός που επέτρεψε σε σημαντικούς Βρετανούς μουσικούς όπως ο Dave Holland και ο John McLaughlin να προσληφθούν αργότερα από τον Miles Davis, στη δεκαετία του 1960.

Όμως η υγεία του είχε ξανά επιδεινωθεί πολύ σοβαρά. Έφυγε από τη ζωή σε ηλικία μόλις 38 ετών, στις 8 Ιουνίου του 1973, σε νοσοκομείο στο Hammersmith του Λονδίνο, στη διάρκεια μιας δεύτερης εγχείρησης καρδιάς. Αποτεφρώθηκε και οι στάχτες ενταφιάστηκαν στο Golders Green Crematorium, όπου υπάρχει μια λευκή πέτρινη αναμνηστική πλάκα κολλημένη σε έναν από τους τοίχους.  Στους τοίχους του Λονδίνου εμφανίστηκαν το επιθανάτιο σύνθημα «Tubby! Long Live His Memory and His Music».

Οι Βρετανοί μοντερνιστές της jazz

Ο Tubby Hayes άφησε μια κληρονομιά από ηχογραφήσεις, οι οποίες είναι πλέον περιζήτητα συλλεκτικά αντικείμενα, πολλά από τα οποία έχουν επανεκδοθεί, παρά τις πρώιμες κασέτες της Decca που καταστράφηκαν.

Η σημασία του Tubby Hayes για την εξέλιξη της βρετανικής jazz είναι ανυπολόγιστη. Μαζί με τον Ronnie Scott και τους υπόλοιπους μοντερνιστές της jazz του Σόχο (Brian Auger, Joe Harriott, Ton Crombie, Johnny Dankworth, Stan Tracy, Don Reddle, Keith Tippett, Michael Garrick, Jimmy Deuchar, Freddie Redd, Roy Budd), έστρεψε τη βρετανική jazz από τις ασφυκτικές, παλιομοδίτικες νόρμες της trad jazz και του στυλ της Νέας Ορλεάνης, που ήταν κυρίαρχα ως τότε, σε νέες, συναρπαστικές ατραπούς αυτοσχεδιασμούς, που ευθυγραμμίζονταν από την περίπου ταυτόχρονη έκρηξη του hard bop, της modal και της free jazz στις ΗΠΑ. Ανάμεσά τους, ο Hayes θεωρείτο πάντα ο πιο ρηξικέλευθος και απρόβλεπτος σολίστ. Ο βιογράφος του, Simon Spillett, αφηγείται μια πολύ χαρακτηριστική ιστορία: 

«Ξέρεις ότι έχεις κάτι όταν εμφανίζεται στο κοινό ο Miles Davis για να προλάβει την πρώτη βραδιά των εμφανίσεών σου στην πόλη (Νέα Υόρκη). Το γιατί ο διάσημος αντικοινωνικός θρύλος της τρομπέτας αποφάσισε να περάσει το βράδυ του πάνω σε ένα σκαμπό μπαρ σε ένα μικροσκοπικό κλαμπ του Μανχάταν, ήταν η έλξη ενός άνδρα: αυτού του εύσωμου, χαρωπού 26χρονου τενόρου σαξοφωνίστα. Ο ακριβοθώρητος Miles στριμώχτηκε μαζί με άλλους τρεις μουσικούς σου μπαρ κάτω από τη σκηνή για να παρακολουθήσει με προσοχή τους αυτοσχεδιασμούς του Tubby Hayes. Το ίδιο το Half Note Club είχε γίνει ήδη ένα γνωστό νυχτερινό σημείο της Νέας Υόρκης, με αυστηρή πολιτική για το είδος της jazz που φιλοξενούσε. Έκτοτε, τα συγκροτήματα με επικεφαλής τους Al Cohn, Zoot Sims, Bob Brookmeyer και άλλους έπαιζαν τακτικά εκεί και μέσα σε ένα σύντομο χρονικό διάστημα το club θα θεωρούνταν ευρέως ως πνευματικό σπίτι για ένα άλλο περιζήτητο σχήμα – το κουαρτέτο του John Coltrane . Αλλά απόψε, Τρίτη 19 Σεπτεμβρίου 1961, ανήκει σε έναν άνθρωπο: τον Edward Brian 'Tubby' Hayes, το πιο λαμπρό εκπρόσωπο του βρετανικού μοντερνισμού, του οποίου η άφιξη στο Big Apple εκείνο το φθινόπωρο ήταν πρωτοσέλιδο και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού».

Επιλεγμένη Δισκογραφία:

Tubby Hayes and His Orchestra - The Little Giant EP Pt. 1 & 2 (Tempo, 1955)
Tubby Hayes Quartet - The Swinging Giant Pt. 1 & 2 (Tempo, 1955)
Tubby Hayes Quartet/Quintet - Little Giant of Jazz (Imperial LP, 1955–56)
Tubby Hayes Quintet - ...After Lights Out (Tempo, 1956)
The Jazz Couriers Featuring Ronnie Scott and Tubby Hayes (Tempo, 1957)
The Jazz Couriers In Concert (Tempo, 1958)
Tubby Hayes - The Eighth Wonder (Tempo, 1958)
The Jazz Couriers - The Last Word (Tempo. 1959)
Tubby Hayes Quartet - Tubby's New Groove (Tempo, 1959)
London Jazz Quartet [with Alan Branscombe, Jack Fallon, Tony Crombie] (Tempo, 1960)
Tubby Hayes Quartet - Tubby's Groove (Tempo, 1960)
Tubby Hayes Quartet - Tubbs (Fontana, 1961)
Tubby Hayes and The All Stars [with James Moody, Roland Kirk, Walter Bishop Jr.] - Tubby's Back In Town! (Fontana, 1962)
Tubby Hayes Quintet - Late Spot At Scott's [live] (Fontana, 1962)
Tubby Hayes Quintet - Down In The Village [live] (Fontana, 1962)
The Tubby Hayes Orchestra - Tubbs' Tours (Fontana, 1964)
The Tubby Hayes Orchestra - 100% Proof (Fontana, 1967)
Tubby Hayes Quartet - Mexican Green (Fontana, 1967)
Tubby Hayes Quartet - Grits, Beans and Greens: The Lost Fontana Studio Sessions (Fontana. 1969)
The Tubby Hayes Orchestra - 200% Proof (μετάδοση του BBC, 1969)
The Tubby Hayes Orchestra - The Orchestra (Fontana, 1970)
Tubby Hayes Quartet In Scandinavia [live] (Storyville, 1972)

Με τον Jimmy Deuchar (trumpet):
Pub Crawling (Contemporary, 1957)

Me τον Dizzy Reece (trumpet):
Blues In Trinity (Blue Note, 1959)

Με τους Tony Crombie (drums) and His Men:
Atmosphere (Columbia EMI, 1959)

Με τον Jack Costanzo (percussion):
Equation In Rhythm (Fontana,1962)

Με τους Johnny Dankworth (sax) and His Orchestra:
What Dickens (Fontana, 1963)

Με τον Paul Gonsalves (sax):
Just Friends (Columbia, 1964)

Με τον Lalo Schifrin (piano):
The Liquidator [soundtrack] ( MGM, 1965)

Με τους Georgie Fame (piano, vocals) και The Harry South Big Band:
Sound Venture (Columbia EMI, 1966)

Με την Big Band του Stan Tracey (piano):
Alice In Jazz Land (Columbia EMI, 1966)

Πηγές:

Simon Spillett. The Long Shadow of the Little Giant: The Life, Work and Legacy of Tubby Hayes ‎ (Equinox Publishing, 2015)

Mark Baxter, Tubby Hayes. The Life Behind The Tenor’ (Mono Media Books, 2021)

Jim Godbolt, A history of jazz in Britain, 1950-70 (Quartet Books, 1989)

John Fordham, Jazz Man: The Amazing Story of Ronnie Scott & His Club (Trafalgar Square, 1995)

Tubby Hayes: A Man in a Hurry DVD (ντοκιμαντέρ του 2015 σε σενάριο του Mark Baxter και σκηνοθεσία του Lee Cogswell)

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured

Best of Network

Δεν υπάρχουν άρθρα για προβολή