Η ακουστική indie folk έχει δύο γαλόνια γνησιότητας, τα οποία και φέρει στο πέτο με υπερηφάνεια: την ειλικρίνεια και την αμεσότητα. Ίσως γι' αυτό είναι τόσο θελκτική η εικόνα ενός αγοριού και ενός κοριτσιού που τραγουδούν με τις κιθάρες τους ενώ κοιτιούνται στα μάτια, θρέφοντας ωραίες συνεργασίες, που σχεδόν ποτέ δεν απογοητεύουν.
Στην καλύτερη περίπτωση, τέτοιες συνεργασίες ακούγονται σαν τον δίσκο του Kurt Vile με την Courtney Barnett· στη χειρότερη, σαν τον δίσκο του Peter Bjorn με τη Scarlett Johansson. Υπάρχει μια ασφάλεια σε αυτά τα συνεταιρικά άλμπουμ: αν πετύχουν έχουμε κερδίσει μερικά όμορφα τραγούδια, αν αποτύχουν δεν τρέχει τίποτα και κανείς δεν κακιώνει. Ο δίσκος του Conor Oberst (τον γνωρίζετε και σαν Bright Eyes) με την Phoebe Bridgers βρίσκεται κάπου στη μέση.
Αυτό θα ήταν το soundtrack μιας τηλεοπτικής σειράς του Netflix για δύο όμορφους millennials που πλήττουν μέσα σε μια πολυάσχολη καθημερινότητα αστικής αφθονίας, έρχονται κοντά χάρη σε κάποιο ψηφιακό project στο οποίο συνεργάζονται, και ξεκινούν μια γλυκόπικρη ιστορία on/off σχέσης. Τα κομμάτια του δίσκου θα τρέφουν τις στιγμές αναμνήσεων, όσες τους γεμίζουν με μελαγχολία την καρδιά. Τραγούδια με γήινα χρώματα, εκτελεσμένα με βλέμμα σκυθρωπό, με στίχους που επικοινωνούν χωρίς συμβολισμούς και δεύτερα νοήματα. Η αγορίστικη καθαρότητα του άντρα τροβαδούρου ο οποίος μιλάει με κυριολεξίες, συναντά την κοριτσίστικη γλυκύτητα της γυναίκας με «εναλλακτικές» ευαισθησίες.
Το Better Oblivion Community Center ανήκει σε ένα είδος που θα ονόμαζα μεταπτυχιακή alt-folk. Από τραγουδοποιούς που ξέρουν γιατί θαυμάζουν τον Ντίλαν Τόμας, για ακροατές που νιώθουν λίγο quirky αλλά και λίγο mainstream (δεν τα ξεχωρίζουν και πολύ). Μάλιστα, οι δύο μουσικοί δείχνουν να γνωρίζουν καλά το κοινό στο οποίο απευθύνονται: «I know a girl who owns a boutique in the city, selling clothes to the fashionably late, says she cries at the news but doesn't really», λένε οι στίχοι του "Didn’t Know What I Was Ιn For".
Υπάρχουν κάτι τραγανές κιθάρες εδώ κι εκεί ("Sleepwalkin") και κάτι συγκαταβατικές μπαλάντες προς ευρεία κατανάλωση ("Chesapeake"), αλλά ο Oberst με τη Bridgers δεν ξεφεύγουν απ' τη ζώνη ασφαλείας τους ούτε σε ένα κουπλέ –κάτι που με ενοχλεί. Το ηλεκτρονικό beat στο "Exception To The Rule" είναι το πιο τολμηρό πράγμα σε όλον το δίσκο. Η περιπέτεια δεν έχει λοιπόν χώρο σε αυτό το άλμπουμ, που δείχνει να γράφτηκε σε κάποιο άνετο λίβινγκ ρουμ, με τα sessions να διακόπτονται ανά πεντάλεπτο από τις ηχηρές ειδοποιήσεις των smartphones.
Έτσι, αυτό που μας αφήνει τελικά η παρούσα συνεργασία, είναι μια χούφτα τραγούδια για να συνοδεύσουν την κραιπάλη μιας παρέας ανθρώπων που βγαίνουν μεν να πιουν και να ξεχάσουν τις ερωτικές τους απογοητεύσεις, αλλά έχουν ταυτόχρονα και κάποιο application, το οποίο τους ειδοποιεί τη στιγμή που έχουν καταναλώσει αρκετό αλκοόλ.
{youtube}UXzReYLuavg{/youtube}