Οι Senyawa είναι το ντούο του τραγουδιστή Rully Shabara και του πολυοργανίστα Wukir Suryadi. Οι δυο τους έχουν βάση στην Τζακάρτα της Ινδονησίας, δρούνε όμως παγκοσμίως ή τουλάχιστον διεθνώς, αν κρίνουμε ότι πριν από 3 περίπου χρόνια είχαν φτάσει μέχρι τη μικρή μας γωνιά της Μεσογείου, κερδίζοντας τις εντυπώσεις στο –πάντοτε καλά ενημερωμένο– Borderline Festival 2016 (δείτε εδώ).
Αν επίσης κρίνουμε ως αληθές αυτό που γράφει στην ιστοσελίδα της η Sublime Frequencies, ότι παρόμοια πειράματα ενός γεωγραφικά συγκεκριμένου μα παγκοσμίως συντονισμένου avant-garde συμβαίνουν σήμερα σε όλες τις πόλεις της υφηλίου, τότε θα μπορούσαμε (ίσως με κάποια διάθεση αισιοδοξίας) να φανταστούμε τους Senyawa ως μέλη μιας πειραματικής διεθνούς· ενός παγκόσμιου underground, το οποίο, παρότι όντως «παγκοσμιοποιημένο», δηλαδή ενήμερο για το τι συμβαίνει στον κόσμο που το αφορά (στον οποίον άλλωστε απευθύνεται), παραμένει πράγματι και underground· με την έννοια ότι αρνείται να υποτάξει την ιδιαιτερότητά του στη ρητή ή άρρητη απαίτηση της πολιτισμικής Δύσης για ουδετεροποίηση ή για έλεγχο της διαφοράς. Διότι κάτι τέτοιο βρισκόταν πάντα στην ατζέντα της τελευταίας, ακόμα κι αν τα εμφανή κίνητρα των συναντήσεών της ήταν/είναι σχετικά αθώα, όπως λ.χ. στην περίφημη «world music» ή σε αντίστοιχες περιπτώσεις. Στις οποίες και οι ίδιοι οι δρώντες εκπλήσσονται όταν συνειδητοποιούν (αν συνειδητοποιούν) πόσο κοντά βρίσκονται στην έννοια του οριενταλισμού ή ακόμα και σ’ εκείνη του πολιτισμικού ιμπεριαλισμού.
Οι Senyawa δεν χωράνε πάντως σε τέτοια χρυσά κλουβιά, αφήνοντας τον φιλότιμο Δυτικό (ή περίπου Δυτικό) μουσικογραφιά να πονοκεφαλιάζει σχετικά με το πώς θα περιγράψει τη μουσική που παίζουν. Διότι, επιπλέον, το γεγονός ότι μας έρχονται από την Τζακάρτα δεν σημαίνει ότι παίζουν «ινδονησιακή» μουσική· με την ίδια λογική που δύο μουσικοί με έδρα την Αθήνα δεν είναι απαραίτητο ότι παίζουν «ελληνική» μουσική. Με άλλα λόγια, η πολιτισμική ιδιαιτερότητα των Senyawa, παρότι εμφανής από το πρώτο δευτερόλεπτο του Sujud, δεν τους περικλείει εντός μιας συγκεκριμένης τυπολογικής παράδοσης και δεν περιορίζει την ανοιχτότητα με την οποία προσλαμβάνουν ερεθίσματα και επιρροές. Τους δίνει, ωστόσο, το πλεονέκτημα του τοπικά και χρονικά συγκεκριμένου. Καθιστά δηλαδή λίγο-πολύ σαφές ότι η μουσική τους δεν θα μπορούσε να είχε προκύψει σε κανένα άλλο μέρος του πλανήτη, σε καμία άλλη στιγμή της ιστορίας.
Για να γίνουμε όμως κατανοητοί και να δώσουμε ένα ηχητικό πλαίσιο των πραγμάτων, αποφεύγοντας ταυτόχρονα τις εύκολες κατηγοριοποιήσεις, ένας λιγάκι ασφαλής τρόπος είναι να αναφερθούμε σε ορισμένες από τις αρκετές διεθνείς συνεργασίες που έχουν πραγματοποιήσει οι Senyawa στη δεκαετία της ύπαρξής τους. Τα ονόματα –όσο παροδική κι αν ήταν η εκάστοτε συνεργασία– μας βοηθούν να σχεδιάσουμε ένα πλέγμα αναφορών και επιδράσεων, ενώνοντας τα ξεχωριστά στίγματά τους στον μουσικό και γεωγραφικό χάρτη. Δεν λένε ασφαλώς όλη την ιστορία· δείχνουν απλώς τάσεις και διαθέσεις και όχι ένα συγκεκριμένο μοντέλο μουσικής δράσης.
Θα ξεκινούσαμε λοιπόν μια τέτοια αναφορά από τους Alan Bishop και Hisham Mayet, οι οποίοι ενέταξαν τους Senyawa στο δυναμικό της Sublime Frequencies (και θα μπορούσαμε να εστιάσουμε και συγκεκριμένα στον Bishop και στα πολλά πρότζεκτ που έχει στήσει)· θα συνεχίζαμε με δύο σημαντικούς Ιάπωνες μουσικούς, τον πολυσχιδή πειραματιστή Keiji Haino και τον Damo Suzuki των Can, κι ένα επίσης ιαπωνικό γκρουπ, τους θεότρελους Melt Banana· θα φτάναμε, τέλος, στον Αυστραλό καλλιτέχνη του noise Lucas Abela (ή Justice Yeldham) και στον Αμερικανό Stephen O'Malley των Sunn O))). Ιδίως η τελευταία αναφορά έχει μια σημασία στο ηχητικό σκέλος, όχι τόσο γιατί μας δίνει το στοιχείο του drone γενικώς, αλλά γιατί φέρνει στη συζήτηση το συγκεκριμένο, πυκνό, σκοτεινό και υπαρξιακό drone στο οποίο ασκούνται οι Sunn O))) και ο O'Malley μεμονωμένα.
Ταυτόχρονα, οι Senyawa επιλέγουν να επικεντρωθούν στη λέξη «tanah», η οποία στη γλώσσα τους σημαίνει «γη», «έδαφος» ή «χώμα». Κι εδώ ίσως τρυπώνουν κάποιες αυτοχθονικές εννοιολογήσεις του φυσικού περιβάλλοντος, δηλαδή μυθικές (αλλά όχι απαραιτήτως μυθοπλαστικές, δηλαδή διαχωρισμένες από την πραγματικότητα) κατανοήσεις του εδάφους και της μορφολογίας του: ως καταγωγικού τόπου των ζώντων ανθρώπων, ως τόπου που κατοικείται από προγονικά πνεύματα και άλλες ιερές φιγούρες (ζώα, φυτά κλπ.) και ως τόπου και τρόπου θεραπείας ή και τιμωρίας, εάν οι άνθρωποι επιχειρήσουν να το απομυζήσουν για ίδιο όφελος, επαληθεύοντας την αλαζονεία του ανθρωποκεντρισμού τους και την τάση τους προς την ύβρη. Η βιαιότητα της διείσδυσης της (πολιτικοοικονομικής, αυτή τη φορά) Δύσης δίνει ένα μέτρο της ύβρεως και οι Senyawa φαίνεται πως το λαμβάνουν σοβαρά υπόψη, ανοίγοντας τον δίσκο με έναν τίτλο που θα μπορούσε να διαβαστεί και ως αίτημα: «Undo the World» (όπως μεταφράζεται το εισαγωγικό “Tanggalkan Di Dunia”) –όπου το «undo» ίσως συγγενεύει με το πιο αγοραίο «unfuck».
Φανταστείτε λοιπόν τα μασίφ, υπαρξιακά drones των Sunn O))) –περισσότερο ως προς την ατμόσφαιρα που δημιουργούν και λιγότερο ως έναν συγκεκριμένο μουσικό τρόπο– μέσα σε ένα εννοιολογικό πλαίσιο το οποίο περιλαμβάνει τόσο την ιερότητα του εδάφους, όσο και τη βέβηλη καταπάτησή του. Σκεφτείτε επίσης ότι «sujud» σημαίνει προσκύνημα κι ότι ο ομώνυμος δίσκος καταλήγει με τη σύνθεση “Kempali Di Dunia”, δηλαδή «επιστροφή στον κόσμο». Άρα η διαδρομή του ίσως να είναι μια προσπάθεια επίκλησης του αρχέγονου, για να ευθυγραμμίσει και να επιστρέψει τον άνθρωπο στο περιβάλλον του οποίου αποτελεί μέρος· μια προσπάθεια, αν θέλετε, συμβολικής θεραπείας, έννοια που μας βάζει από μόνη της στη διαλεκτική ιερού/βέβηλου, καθώς αν κάτι θεραπεύεται είναι μόνο επειδή κάτι άλλο το έχει ήδη προσβάλλει και έχει καταστήσει ζητούμενο τη θεραπεία του.
Προσθέστε σε τούτα και το γεγονός ότι τα περισσότερα όργανα που παίζει ο Suryadi είναι αυτοσχέδια και –τονισμένα καταλλήλως από τις διάφορες παραμορφώσεις– έχουν συνήθως την ένταση και την οξύτητα του πρωτόλειου, του μη ραφιναρισμένου. Προσθέστε επίσης ότι αυτό το μη ραφιναρισμένο τούς δίνει σε κάποιες στιγμές (π.χ. στα “Penjuru Menyatu” και “Kehendak”) μια δυναμική που με τα Δυτικά μας εργαλεία ίσως αναγνωρίζαμε ως κάτι-σαν-πανκ. Συνυπολογίσετε, τέλος, ότι η τραγουδιστική τέχνη του Shabara πολλές φορές ακούγεται σαν να προσκαλεί τα πνεύματα που προαναφέραμε ή να μουρμουράει μια βαθιά προσευχή με τρόπο που να μας υπενθυμίζει ότι η αναμέτρηση με τέτοιες δυνάμεις ποτέ δεν ήταν μια ανέφελη και ακίνδυνη υπόθεση, όπως ίσως πιστεύουμε.
Μου φαίνεται, εν κατακλείδι, ότι το Sujud είναι ένας δύσκολος δίσκος.
Διότι, πέρα από τα παραπάνω (τις δυσκολίες περιγραφής ή και κατανόησης), μου φαίνεται ότι η φόρτιση που διατρέχει τη μουσική, κάτι που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε ως «πρόσκληση καταβύθισης», καθιστά δύσκολη ή και αδύνατη την επιδερμική της αντιμετώπιση. Αντλώ φυσικά από τη δική μου ακροαστική εμπειρία και διάθεση, όμως νομίζω πως η μουσική των Senyawa δεν είναι εύκολα διαχειρίσιμη· δεν είναι μια μουσική που απλώς γεμίζει τον χώρο με νότες και μπορεί να κουμπώσει στην όποια διάθεση του ακροατή και της ακροάτριας. Χρειάζεται κόπο για να την παρακολουθήσει κανείς όπως της αξίζει, χρειάζεται να αποδεχτεί την πρόσκληση που απευθύνει.
Είναι δύσκολη μουσική με τον ίδιο τρόπο που είναι δύσκολο να παρακολουθήσει κανείς το Άλογο του Τορίνο (2011), το κινηματογραφικό αριστούργημα του Béla Tarr, λόγω της βαθιάς υπαρξιακής αναστάτωσης που μπορεί να προκαλέσει. Κι αυτό είναι το μεγαλύτερο κομπλιμέντο που μπορώ να σκεφτώ, παρότι αυτή η αναστάτωση δεν διατρέχει το σύνολο του Sujud, αλλά σίγουρα υπάρχει σε αρκετά σημεία του (βλέπε κυρίως, αλλά όχι μόνο, τα “Tanggalkan Di Dunia” και “Sujud”).
{youtube}IToRNk2dYLs{/youtube}