Ο Michael Schenker υπήρξε ταλέντο διεθνούς εμβέλειας στην ηλεκτρική κιθάρα και μόνο τυχαίο δεν είναι ότι πίνουν νερό στο όνομά του o Slash, ο Kirk Hammett των Metallica (ο οποίος συμμετέχει μάλιστα εδώ, στο "Heart And Soul"), ο Kerry King των Slayer ή ο Dave Mustaine των Megadeth. Στα νιάτα του έχτισε μεγάλο μέρος της χαρντ ροκ φήμης των UFO (το "Doctor Doctor" είναι δικό του τραγούδι), έβαλε αποφασιστικές πινελιές στο πώς οι Scorpions κατάκτησαν την Αμερική επί Lovedrive (1979) και συνέχισε να έχει δημιουργικές ημέρες ακόμα και όταν πια κινήθηκε σόλο, φτιάχνοντας το δικό του γκρουπ με την έναρξη της δεκαετίας του 1980. Παράλληλη ωστόσο με όλα αυτά τα αξιοθαύμαστα, ήταν και μια πορεία καταχρήσεων και κωλοπαιδισμού, η οποία τον έκανε αντιπαθή και τον έφτασε να αποξενωθεί ακόμα και από τον αδερφό του, οδηγώντας τον σε συχνά καλλιτεχνικά ναδίρ.
Κι όμως, ο Michael Schenker εξακολουθεί να είναι παρών στα πράγματα. Kαι, εν έτει 2018, είδε και το ανήκουστο εδώ και πολλά χρόνια, να υπάρχει δηλαδή πραγματική ανυπομονησία για το φετινό του άλμπουμ –το πρώτο που χρεώνεται στους Michael Schenker Fest, οι οποίοι δεν είναι βέβαια παρά οι γνωστοί M.S.G. απλά σε μια πιο πλήρη εκδοχή τους, με πολλούς δηλαδή από τους τραγουδιστές που ιστορικά έχουν αποτελέσει μέλη της σύνθεσής τους.
Το Resurrection, λοιπόν, αποδεικνύεται όνομα και πράγμα, έστω και αν επί της ουσίας μιλάμε περισσότερο για ένα έξυπνο άλμπουμ, παρά για μια δουλειά στηριγμένη στις ατόφιες μουσικές της ιδέες. Αν δηλαδή κάτσεις να το δεις με ψυχρή λογική, ο Schenker έχει κάνει εδώ ένα πολύ προσεγμένο μοντάζ από 1970s και 1980s χαρντ ροκ χαρακτηριστικά: τα ταίριαξε ωραία, τα ανακάτεψε πετυχημένα και προς τιμήν του δεν τα φόρτωσε με σολαρίσματα (όπως θα στοιχημάτιζε κανείς), ώστε οι δομές των κομματιών να παραμένουν βαρυκόκαλες και να μην κλυδωνίζονται από τη φλυαρία. Ωστόσο δεν έχει απομακρυνθεί σπιθαμή από τους κοινούς τόπους του μουσικού αυτού είδους και από όσα γενικά το κατέστησαν κάποτε αναγνωρίσιμο και εμπορικά επιτυχημένο.
Έτσι, υπάρχει μια αγορίστικη μπρουταλιά ξεχασμένη σε ζόρικες μακρυμάλλικες εποχές στον τρόπο π.χ. με τον οποίον σκάει ένα τραγούδι σαν το "Warrior" στα πιο εκλεπτυσμένα αυτιά των σημερινών σκληρών αγοριών, όσων περηφανεύονται λ.χ. για τις post-rock και τις alt-rock αναζητήσεις τους δίπλα στις metal αγάπες τους. Δεν σας κρύβω ότι το κατευχαριστιέμαι το τυχόν σοκ από το όλο σερβίρισμα, καθώς για μένα τέτοιου είδους ανακατώματα (συν τα πολλά μούσια) τους έχουν φλωρέψει τους σκληρούς ήχους του σήμερα, βάζοντας τις μπάντες που τους εκπροσωπούν να ψάχνουν ένα κατά βάση indie κοινό, το οποίο δεν πρόκειται να βρουν παρά κατά περιπτώσεις. Περισσότερη σημασία έχει πάντως ότι η εν λόγω αγορίστικη μπρουταλιά πληροφορεί γενικά το Resurrection, κάνοντάς το μεν «παλαιάς κοπής», με έμφαση ωστόσο στο κοπής.
Ομολογουμένως, μια τέτοια προσέγγιση σημαίνει ότι θα έχεις και τα αναμενόμενα γραφικά αδιέξοδα –και υπάρχουν τραγούδια που πιστοποιούν ότι πράγματι, τα έχεις. Στις καλές ωστόσο στιγμές, ο Schenker συνεισφέρει εκπληκτική κιθάρα, ενώ λειτουργεί και ως άτυπος μαέστρος, εκμεταλλευόμενος την κρατσανιστή παραγωγή του έμπειρου Michael Voss-Schoen ώστε να «εξοπλίσει» το άλμπουμ με τις μελωδίες και τα μεγάλα εκείνα ρεφρέν που (ξέρει ότι) αποτελούν ταμάμ για τα λαρύγγια των Gary Barden, Graham Bonnet, Robin McAuley & Doogie White. Έτσι, οι «θείοι» αισθάνονται πολύ στα νερά τους, δίνουν τον καλύτερό τους εαυτό και μεταδίδουν και σε 'σένα κάτι από τον ενθουσιασμό τους, ειδικά όταν λειτουργούν ως παρέα, όπως στο απίθανο "Warrior" ή στο "Last Supper".
Ο Schenker είναι πράγματι ο δικός τους Ιησούς εδώ, ακριβώς όπως το θέτει το εξώφυλλο –και όλοι ξέρουμε ότι είναι τόσο ανυπόφορα ξιπασμένος, ώστε να το 'φχαριστιέται. Στο Resurrection, όμως, δεν αμέλησε να λειτουργήσει ως ομαδικός παίκτης, θυμίζοντας σε φίλους και εχθρούς τι γίνεται όταν πιάνει την ηλεκτρική και έχει όρεξη.
{youtube}D2VtSdZHKbE{/youtube}