Υπάρχει μία χαρακτηριστική σκηνή στις εναρκτήριες στιγμές της ταινίας Blow-Up του Michelangelo Antonioni, όπου ο πρωταγωνιστής Thomas μπαίνει μέσα ένα παλαιοπωλείο, από το οποίο ακούγεται μία στενάχωρη μελωδία· και αφού πρώτα προχωρήσει σε μία γρήγορη στιχομυθία με την ονειροπαρμένη υπάλληλο, παζαρεύει την αγορά μίας προπέλας πολεμικού αεροπλάνου. Αυτό όμως που έχει περισσότερη σημασία εδώ, είναι η ατμόσφαιρα που αναδύεται από εκείνο το λιλιπούτειο, γωνιακό κατάστημα απέναντι από το πάρκο: ανάμεσα στις ξύλινες αντίκες, στις μαρμάρινες προτομές, στις ξεθωριασμένες φωτογραφίες και στα σκονισμένα βινύλια, χρωματίζεται ένας κόσμος τόσο αρχαίος και ζωντανός, όσο μυστήριος και σουρεαλιστικός.
Το ίδιο ρίγος ενός ανερμήνευτου, πολύ παλιού déjà vu με διαπερνάει κάθε φορά που πατάω play στη 2η δουλειά των Drinks, δηλαδή τη συνεργασία μεταξύ της γοητευτικής, art-pop Ουαλής μουσικού Cate Le Bon και του πολυπράγμωνα συνθέτη από τη garage σκηνή του Orange County, Tim Presley. Είναι λες και το δικό τους τραγούδι "Corner Shops" εγκλωβίζει όλες αυτές τις μνημονικές ολισθήσεις που θέλει να καταπιεί η λήθη του σύγχρονου τρόπου ζωής: είτε είναι η ανεμελιά που ενέχει το χάσιμο σε τυχαίους ήχους όπως ο κοασμός ενός βατράχου ή οι φωνές από τα παιδιά τα οποία παίζουν σε μία πλατεία, είτε η νοσταλγία από καθημερινές, ψυχαγωγικές διεξόδους που ανήκουν στο παρελθόν αλλά μας έχουν περαστεί ως συλλογική, ανάμνηση, όπως η χρωματιστή ρόδα ενός λούνα παρκ ή ένα μουσικό κουτί. Σε κάθε περίπτωση, πλάθεται ένας κόσμος ο οποίος δεν προέρχεται από τα υλικά ενός συγκεκριμένου χρόνου.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο, λοιπόν, ότι το άλμπουμ ηχογραφήθηκε στον χωρίς wi-fi, σήμα, τηλέφωνο και τηλεόραση, πέτρινο μύλο του μεσαιωνικού χωριού St. Hippolyte-du-Fort (εξ’ ου και ο δυσνόητος τίτλος) της νότιας, μεσογειακής Γαλλίας, όταν το δημιουργικό ζευγάρι πέρασε ένα ολόκληρο μήνα του περασμένου καλοκαιριού εκεί. Απομονώνοντας πλήρως τη σκέψη τους από τον έξω κόσμο μέσα από βόλτες στα πλακόστρωτα σοκάκια, βουτιές στα παγωμένα νερά του μικρού ποταμού και συζητήσεις με τους ντόπιους.
Τα μελαγχολικά βιολιά του “Greasing Up”, η κιθαριστική μοναχικότητα του “In The Night Kitchen”, το σαν ηχογραφημένο στις αρχές του 20ου αιώνα πιάνο του “When I Was Young”, η ορχηστρική αποδιοργάνωση δωματίου του “Υou Could Βe Better” και το μπουρλέσκ μοτίβο του “IF IT”, είναι λίγες, αλλά στρατηγικά τοποθετημένες στιγμές, που ποτίζουν ακόμη και τα πιο τσιτωμένα τραγούδια του δίσκου· προσδίδοντας μία αλλόκοτα ρομαντική αύρα στις κατά τα άλλα πειραματικές, ψυχεδελικές, post-punk συνθέσεις.
Η μεταφορά του μεθυστικού κλίματος νυχτερινής, θερινής περισυλλογής και χρήσιμα ανούσιων στοχασμών, μαζί με το ντανταϊστικό παιχνίδι των λέξεων στους στίχους, προκρίνονται ως πιο πολύτιμα στοιχεία από τις μουσικές, γενεαλογικές συσχετίσεις. Ωστόσο, ακούγοντας κανείς προσεχτικά, θα εντοπίσει κάπου τον απόηχο συγκεκριμένων εκλάμψεων από εμβληματικά γκρουπ: τις πιο punk εξάρσεις των Raincoats, τις πιο θεατρικές αναλαμπές των Slap Happy, τους Fall στα πιο μελιστάλαχτά τους, τις χαμένες στους αιώνες ballroom ηχογραφήσεις του Caretaker, τις outsider παρατονίες των Shaggs. Όλα μαζί προσδίδουν μία ελκυστική γοητεία σε κομμάτια όπως το “Ducks” και το “Leave The Lights On”.
Το τρικ, όμως, βρίσκεται αλλού: σε μία εναλλακτική μουσική πραγματικότητα που σαγηνεύεται όλο και περισσότερο από το ηχητικό παρελθόν, οι λέξεις «retro» και «vintage» δεν κλωτσάνε ποτέ ενοχλητικά ή διαβρωτικά κατά την ακρόαση (και κυρίως κατά την αίσθηση που έπεται της ακρόασης) του Hippo Lite. Αντίθετα, είναι ένας δίσκος που θα μπορούσε να είχε φτιαχτεί οποιαδήποτε στιγμή μέσα στον χρονικό ιστό, είτε το 1966, είτε το 2034, είτε το 2018. Έτσι, ίσως, ξεχωρίζει η αειθαλής επίδραση και ο οικουμενικός αντίκτυπος της άχρονης τέχνης. Και το Hippo Lite δεν μπορεί παρά να αποποιείται τη μεταβλητή του χρόνου, καθώς ανήκει στον θυμικό παράδεισο όπου καταλήγουν ταινίες σαν το Blow-Up.
Απλώς είχε την ατυχία να φτιαχτεί στη μηδενιστική, κυνική εποχή του wi-fi, στην οποία έχουμε ξεχάσει να αγαπάμε δίσκους που ίσως να μην τους θυμάται κανείς σε 10 χρόνια, παρά μόνο εμείς. Πιστέψτε με, το δεύτερο είναι πιο σημαντικό.
{youtube}V87KEg_J3hg{/youtube}