Δεν χρειαζόταν να πιθανολογήσει σχετικά η Joan Baez σε πρόσφατη συνέντευξή της, ώστε να σκεφτούμε ότι το νέο της άλμπουμ ενδεχομένως να είναι και το τελευταίο. Η θεματοφύλακας της αμερικανικής folk είναι άλλωστε 77 ετών πια κι έχει πίσω της μια πορεία 6 δεκαετιών, κατά τη διάρκεια της οποίας ηχογράφησε 24 στουντιακούς δίσκους. Ο 25ος έρχεται 10 χρόνια μετά τον προηγούμενο (Day After Tomorrow)· οι σταθμοί ούτως ή άλλως είχαν από καιρό αραιώσει μεταξύ τους.
Το εξώφυλλο του Whistle Down The Road βρίσκει την Αμερικανίδα στο σύνηθες mood της, με το απαστράπτον και ανυπόκριτο χαμόγελό της στη θέση του. Όμως υπάρχει κάτι το απροσδιόριστο στο βλέμμα –και τα χέρια σαν να ετοιμάζονται να κλείσουν το παλτό: φαίνεται πως η Baez όντως ετοιμάζεται να αποσυρθεί, έπειτα και από την τρέχουσα παγκόσμια περιοδεία της, που έχει τον μαρτυριάρη τίτλο Fare Thee Well.
Και τα 10 τραγούδια που διάλεξε να πει εδώ (συνθέσεις των Tom Waits, Mary Chapin Carpenter, Anohni, Josh Ritter κ.ά.) έχουν μια διάθεση τοποθετημένη κάπου μεταξύ στοχαστικού και πένθιμου. Η ερμηνεύτρια θυμάται, αναπολεί, κάνει τους απολογισμούς της, αναρωτιέται για το μετά και έρχεται αντιμέτωπη με τη θνητότητά της. Όμως, όπως συνέβαινε πάντα στην τέχνη της, περνάει το προσωπικό μέσα από το πρίσμα του συλλογικού, παραδίδοντας μια συλλογή που αντανακλά και ανατροφοδοτεί το πνεύμα των καιρών –των τωρινών κυρίως, αλλά και κάθε εποχής τελικά. Αν κατορθώνει να είναι παγκόσμια, είναι ακριβώς επειδή εστιάζει με γνώση στο τοπικό πλαίσιο.
Είναι η Αμερική, λοιπόν, και η πολιτικοκοινωνική της κατάσταση, που πρωταγωνιστεί στη θεματολογία του Whistle Down The Road: η μαζική δολοφονία Αφροαμερικανών στο Charleston το 2015 (“The President Sang Amazing Grace”), το κίνημα Me Too (“Silver Blade”), η διχασμένη και αποπροσανατολισμένη κοινωνία (“Civil War”). «I grew up here all of my life/but I dreamed someday I’d go» λέει η Baez στο ομότιτλο του δίσκου κομμάτι –και μπορεί όντως να γύρισε όλον τον κόσμο και να τραγούδησε σε διάφορες γλώσσες, όμως έμεινε πράγματι πιστή στις πυρηνικές της αξίες. Πιστή σε όσα έταξε τον εαυτό της εξαρχής: στη διαμαρτυρία και στη στήριξη κινημάτων και ιδεών. Οι απανταχού folkies και αγωνιστες μπορεί να ξενέρωσαν επανειλημμένως με τους «εκτροχιασμούς» του Bob Dylan, όμως μπορούσαν να βασιστούν στην Ιέρειά τους.
Παρ' όλη την πίστη και την αφοσίωση σε όσα την έπλασαν, πάντως, η Baez σαφώς και δεν είναι πια εκείνη η νεαρά που μάγευε κάποτε τα πλήθη με την εντυπωσιακή της παρουσία. Η αλαβάστρινη και ενίοτε υπερβολικά τέλεια σοπράνο του τότε έχει δώσει τη θέση της στην εύθραυστη και γοητευτικά τσακισμένη αοιδό του τώρα. Αλλά οι ερμηνείες της κερδίζουν τελικά σε βαρύτητα, καθώς η αλήθεια όσων τραγουδάει παραμένει απτή και επαληθευμένη. Στο ίδιο μήκος κύματος, η παραγωγή του Joe Henry αρκείται στα απαραίτητα, χωρίς να δημιουργεί σκιές ή αμφίβολες διαθέσεις.
Δεν περιμένεις το «καινούριο» από την Joan Baez, ποτέ δεν ήταν το φόρτε της. Ζητάς άλλα πράγματα: συμπόνοια, όραμα, αλήθεια, σταθερές που μένουν αναλλοίωτες ανά τις εποχές στην ελπίδα και στον αγώνα των ανθρώπων για έναν καλύτερο κόσμο. Κι είναι έτσι παραπάνω από καλοδεχούμενο να την ακούς εδώ να δείχνει το ακούραστο πνεύμα της («I’m the last leaf on the tree/ they took the rest/but they won’t take me» και «the light burns brightest in the darkest times»), κλείνοντας με ένα τραγούδι που λέει «My Billy has left me to fight for a king/and I wish the wars were all over».
Αμήν.
{youtube}B5-e4qqvKck{/youtube}