Έχουν περάσει 6 χρόνια από την τελευταία φορά που μας απασχόλησε δισκογραφικά ο John Maus, κάνοντας αίσθηση με το άλμπουμ We Must Become The Pitless Censors Of Ourselves, το οποίο γιγάντωσε την cult περίπτωση του αινιγματικού μουσικού τοποθετώντας τον ανάμεσα στις κεντρικές φιγούρες του ρετρο-πληγμένου indie σκηνικού της εποχής (2011). Δεν είναι πάντως πως έμεινε ανενεργός αυτό το διάστημα ο Αμερικανός pop διανοούμενος: ολοκλήρωσε το διδακτορικό του στις πολιτικές επιστήμες, ξεκίνησε να διδάσκει πολιτική φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο της Χαβάης, παντρεύτηκε, άρχισε να κατασκευάζει από το μηδέν τα δικά του modular synths και μάλιστα τα χρησιμοποίησε για το Screen Memories, δίσκο που για πρώτη φορά ηχογράφησε με φουλ, live μπάντα.
Μπορεί λοιπόν το 2011 ο Maus να ακουγόταν ηχητικά επίκαιρος μόνο στα πιο περιθωριακά εδάφη του lo-fi και της hypnagogic pop, αλλά, με ένα φαντασμαγορικό ακροβατικό του χρόνου στον κόσμο του Stranger Things και των ατελείωτων 1980s αναβιώσεων, η τωρινή VHS synnth pop του ακούγεται πιο «μέσα στα πράγματα» από ποτέ. Με λίγα λόγια, ο John Maus συνεχίζει να είναι ο John Maus που ξέρουμε, απλώς η μουσική του μοιάζει λιγότερο weird και ρετρό, γιατί όλα γύρω μας έχουν βαφτεί προοδευτικά σε τέτοιες αποχρώσεις. Ακόμη και ο τίτλος του νέου άλμπουμ κλείνει το μάτι σε αυτήν την αθόρυβη μα βίαιη διαδικασία χρονικής παλινδρόμησης: screen memory είναι ένας φροϋδικός όρος, ο οποίος περιγράφει πρώιμες παιδικές αναμνήσεις ενισχυμένες ώστε να κρύψουν άλλες μεταγενέστερες, με υποσυνείδητο τρόπο. Μην απορείτε λοιπόν αν το εναρκτήριο κομμάτι "The Combine" ηχεί στα αυτιά σας ως soundtrack ενός φανταστικού βιντεοπαιχνιδιού στο SNES ή στον πανάρχαιο υπολογιστή σας, όπου δεν παίξατε ποτέ.
Η 4η δουλειά του 38χρονου ακαδημαϊκού/μουσικού παραμένει αισθητικά στα παραπάνω ρετροφουτουριστικά πλαίσια, ηχητικά όμως υπάρχει μία μετατόπιση προς έναν πιο οργανικό (μουσικά) τόπο. Η μπάντα δηλαδή που συγκρότησε για το Screen Memories του έδωσε τη δυνατότητα να εντάξει τη χαωμένη, synth ψυχή του σε ένα πιο στρογγυλό πλαίσιο, συνθετικά μιλώντας. Έτσι, τα νέα του τραγούδια έχουν, στο σύνολό τους, μία πιο pop δομή, χωρίς να χάνουν τον περιπετειώδη τους προσανατολισμό. Ο συνδυασμός άλλοτε οδηγεί σε κάτι σαν κι αυτό που θα προέκυπτε αν ο Ariel Pink άκουγε τυχαία τους εγχώριους synth post-punkers Clown (“Find Out”, “Pets”) κι άλλοτε σε κάτι που θα έμοιαζε με τη μουσική του ίδιου του John Maus φτιαγμένη στη δικιά του «Upside Down» διάσταση (“Edge Of Forever”).
Και ναι, αυτός είναι και ο πιο πολιτικός δίσκος του John Maus, κάτι μάλιστα που το καταφέρνει αποφεύγοντας όλες τις στιχουργικά προφανείς αναφορές. Η αχνιστή ατμόσφαιρα και τα δυσοίωνα, αλληγορικά mantras, όπως εκείνα στο “Touchdown” («Forward drive across The Line!»), στο “Teenage Witch”(«Teenage Witch! Teenage Witch!»), στο “Pets” («Your pets are gonna die!») και στο “The People Are Missing” («The camp, the ghetto, the ghetto, the camp»), συμβάλλουν στον σχηματισμό μίας σκοτεινής και φορτισμένης ιδεολογικά συνθήκης, η οποία δεν εγκαταλείπει ποτέ το βάρος των τραγουδιών. Ίσα-ίσα, συνθέτει αθόρυβα ένα αφήγημα που βρίσκεται σε άψογη θεματική και ηχητική αρμονία.
Συνεπώς, το 2017 ο John Maus παραμένει πεισματικά ίδιος, όμως όλα τα υπόλοιπα αρχίζουν να μοιάζουν πιο πολύ με το δυστοπικό όραμα το οποίο ευαγγελίζεται ήδη από τις πρώτες, άγουρες κασέτες του. Μπορεί με τα χρόνια να χάθηκε κάπως κι εκείνη η εσωστρεφής πολυπλοκότητα που συνόδευε τη μουσική του (χάριν μίας pop αμεσότητας), αλλά ελάχιστα φταίει ο ίδιος. Εμείς γίναμε ελαστικοί, απέναντι σε έναν κόσμο χωρίς δίπολα: mainstream και underground έγιναν ένα, παρελθόν και μέλλον επίσης. Η αντοχή του John Maus όλα αυτά τα χρόνια, κάνοντας πάνω-κάτω τα ίδια, το ίδιο καλά, απλώς το επιβεβαιώνει.
{youtube}_kF2-Cr6yX4{/youtube}