Τι μορφή κι αυτός ο James Lavelle… Πόσες σελίδες θα χρειαζόμασταν, εάν κάποτε θελήσουμε να απαριθμήσουμε τα μουσικά και δισκογραφικά κατορθώματά του;
Από τους κορυφαίους DJs στο είδος του, με πολλές μιξαρισμένες κυκλοφορίες, μεταξύ άλλων στις σειρές της Fabric και της Global Underground. Αφεντικό επίσης της Mo’ Wax, της ετικέτας που επί σειρά ετών (μια 20ετία + 1 έτος, για να είμαστε πιο συγκεκριμένοι) επαναπροσδιόρισε τον χαρακτήρα του hip hop μ’ έναν δικό της τρόπο, φέρνοντας στο φως απίστευτα ταλέντα, τα οποία μας απασχόλησαν με τη σειρά τους: DJ Shadow, DJ Krush, Money Mark, Andrea Parker και πολλοί ακόμα. Μα και καλλιτέχνης αληθινός μέσα σε όλα αυτά, μιας και το εικαστικό κομμάτι κάθε άλμπουμ πίσω από τον οποίον βρέθηκε ήταν ακραιφνώς επιμελημένο –ένα μικρό κομμάτι Τέχνης από μόνο του. Καθόλου τυχαία, το 2014 κυκλοφόρησε έναν πολυτελή τόμο με τίτλο Mo’ Wax Urban Archeology: 21 Years Of Mo’ Wax Recordings, στον οποίον συλλέγει όλο το artwork που κόσμησε τους δίσκους της ετικέτας του (αποτελεί κόσμημα για κάθε ενημερωμένη μουσική βιβλιοθήκη ή για το τραπέζι του σαλονιού κάποιου ακροατή υποτιθέμενα ψαγμένου ή και κυριολεκτικά γνώστη).
Το αγαπημένο του παιδί, όμως, εκείνο που εκφράζει πιο σφαιρικά τις ποικίλες ηχητικές του ανησυχίες, είναι δίχως άλλο το σχήμα των U.N.K.L.E. Από το 1994 που τους ξεκίνησε, μέχρι και σήμερα, παραμένει το μοναδικό σταθερό μέλος μιας ευμετάβλητης παρέας, πράγμα που αυτόματα σημαίνει ότι πρόκειται για το δικό του γκρουπ, άσχετα αν κατά καιρούς κάποιοι ακόμη συνεργάτες βλέπουν την πόρτα του στούντιο ανοιχτή και τον Lavelle πρόθυμο να δεχτεί τη συμβολή τους στο όραμά του. Τέσσερα στούντιο άλμπουμ έχουν στο ενεργητικό τους οι UNKLE, συν μια σειρά κυκλοφοριών με remix ασκήσεις στα βασικά κομμάτια των τελευταίων –όπως ορίζει το πρωτόκολλο στις συναθροίσεις όπου δραστηριοποιείται η κινητήριος δύναμη του γκρουπ– αλλά και μερικές συλλογές με κομμάτια που γράφτηκαν με σκοπό (ή με όνειρο) να επενδύσουν κινηματογραφικές εικόνες και λοιπά οπτικά ερεθίσματα.
Κάθε δίσκος των UNKLE είναι διαφορετικός σε ύφος και το ίδιο ισχύει και γι’ αυτό το 5ο πόνημα. Το εκπληκτικό στην περίπτωσή τους είναι ότι, ενώ έθεσαν ζαλιστικά ψηλά τον πήχη με το ντεμπούτο τους Psyence Fiction (1998), δεν έδειξαν κατόπιν να πέφτουν κάτω από το επίπεδό του στις μεταγενέστερες δουλειές τους. Θυμηθείτε, μιλάμε για τον δίσκο όπου ο Lavelle έκανε παρέα με τον τότε φίλο του Josh Davis (λέγε με DJ Shadow, αργότερα χώρισαν για τα καλά οι δρόμοι τους), δίνοντάς μας μια σειρά κομματιών που έγραψαν εκ νέου τους κανόνες της ατμόσφαιρας (σε συνδυασμό με τα εκστατικά beats), καθώς και 2 ανυπέρβλητους ύμνους: το “Lonely Soul” με τον Richard Ashcroft στα φωνητικά και το “Rabbit In Your Headlights” με τον Thom Yorke στον ίδιο ρόλο.
Πού ακριβώς πηγαίνεις λοιπόν μετά από εκεί;
Ο Lavelle, βέβαια, δεν συνάντησε ποτέ πρόβλημα στο να βρει νέους δρόμους για να τραβήξει. Και το αποδεικνύει ξανά με το The Road: Part 1 (προφανώς θα υπάρξει και 2ο μέρος, ή ελπίζουμε τουλάχιστον), στο οποίο αφήνει πίσω τις βουτιές στον ηλεκτρονικό ήχο και τις απόπειρες –καθόλα επιτυχημένες, θα πρέπει να σημειώσουμε– για τραγούδια που επιθυμούν να συμπεριλαμβάνονται στο ανθολόγιο του ροκ ήχου· και κάνει κάτι ελαφρώς διαφορετικό, αν και όχι πρωτόφαντο.
Εμπνεόμενος από το Λονδίνο και τη ζωή εκεί, προβαίνει σε μία σκοτεινή καταγραφή των δρόμων της βρετανικής πρωτεύουσας μέσα από κομμάτια που πολύ εύκολα θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε ως trip hop, τηρουμένων κάποιων αναλογιών. Δεν μένει όμως πιστός στη φόρμα που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο υπαγόρευσε η παραπάνω περιγραφική ταμπέλα: η συνολική αίσθηση σου δίνει την εντύπωση ότι, αν κανείς αποφάσιζε σήμερα να αναβιώσει το είδος σαν τρέχουσα μόδα, θα μπορούσε κάλλιστα να χρησιμοποιήσει το The Road: Part 1 σαν σημαία. Οι συνθέσεις είναι στην πλειονότητά τους διαμάντια, και εκεί είναι που μπαίνουν σαν κερασάκια και μια σειρά από φωνές, γνωστές κι άγνωστες, οι οποίες εκτοξεύουν το υλικό σε άλλες σφαίρες.
Είναι ασφαλώς δεδομένο ότι ο Lavelle διάλεγε πάντοτε μερικές από τις καλύτερες και πιο χαρακτηριστικές φωνές για να ερμηνεύσουν τις μουσικές του ιδέες. Κι εδώ κάνει το ίδιο, μονάχα που τα ηχηρά ονόματα είναι λιγότερα από προηγούμενες φορές. Ξεχάστε λοιπόν τους Ian Brown και Ian Astbury, τον Josh Homme ή τον 3D των Massive Attack. Μπορείτε όμως να βρείτε ένα ικανοποιητικό υποκατάστατο του τελευταίου στο πρόσωπο του Elliot Power, ο οποίος στο “Cowboys Or Indians” κάνει φανταστική δουλειά στο να φέρει το τραγούδι στα μέτρα των Μπριστολέζων. Υπάρχει επίσης ο Mark Lanegan, ο οποίος δίνει πόντους με την τυπικά στιβαρή του ερμηνεία στο “Looking For The Rain”, καθιστώντας το μία από τις κορυφαίες στιγμές του άλμπουμ. Μεγάλη έκπληξη αποδεικνύεται η παρουσία του Keaton Henson, ενός σπουδαίου τραγουδοποιού με προσωπικούς δίσκους ιδιαίτερα χαμηλόφωνης (και χαμηλότονης) εκφραστικής άποψης. Τον συναντάμε μάλιστα σε 3 κομμάτια, που ξεχωρίζουν για τις εσωστρεφείς τους αναζητήσεις.
Αν τώρα κάποιος αποζητά τις παλιές ρυθμικές μανιέρες του Lavelle, εδώ θα βρει μία μόνο τέτοια στιγμή στο “Sunrise (Always Comes Around)”, όπου τα φωνητικά χειρίζεται επιδέξια η Leila Moss από τους Duke Spirit. Ακόμη όμως κι αν λείπει το έντονα χορευτικό στοιχείο από το The Road: Part 1, αναπληρώνεται σε ατμόσφαιρα και ορχηστρικές αναπτύξεις, ενίοτε σαγηνευτικές. Κι όλα αυτά έρχεται να τα αγκαλιάσει ένα artwork και πάλι εντυπωσιακό, το οποίο απαρτίζεται από μία σειρά καλλιτεχνικών έργων από αναγνωρισμένους νέους αρτίστες, απλωμένων σε 36σέλιδο βιβλιαράκι. Ο ίδιος ο Lavelle επιμελήθηκε σχετικά πρόσφατα 2 εκθέσεις, μία αφιερωμένη στον Stanley Kubrick (Daydreaming with… Stanley Kubrick) και ακόμα μία με δημιουργίες διαφόρων (Daydreaming with UNKLE Presents… The Road: SOHO), η οποία κι αποτέλεσε εφαλτήριο για τον συγκεκριμένο δίσκο.
Την έκθεση αυτή πολύ θα θέλαμε να τη δούμε και στη χώρα μας, μέχρι όμως να γίνουν οι απαραίτητες συνεννοήσεις θα μας μείνει ο χρόνος για μία ακόμη ακρόαση σε έναν δίσκο που συνεχίζει με ευκολία το εξαιρετικό σερί των UNKLE, δίνοντας επιπλέον αφορμή για να εξερευνήσετε εκ νέου τον πολύπλευρο χαρακτήρα τους.
{youtube}Zl3Y5-Qrbk8{/youtube}