25 χρόνια είχε να βγάλει «κανονικό» δίσκο ο γκρινιάρης Floyd. Όχι δηλαδή ότι απείχε από τη γκρίνια στο μεταξύ... Απλά να, άμα καταφέρνεις να τα βγάζεις από μέσα σου ταξιδεύοντας ανά τον κόσμο το πλέον αμφιλεγόμενο αλλά και προσοδοφόρο συναυλιακά έργο σου, γενόμενος ακόμα πιο πλούσιος, ποιος ο λόγος να τρέχεις για άλλα;
Πολύ νερό μοιάζει πάντως να κύλησε στο αυλάκι σε αυτό το τέταρτο του αιώνα. Ο Roger Waters, ω του θαύματος!, τα ξαναβρήκε επί σκηνής με τον «τεμπέλη» (David Gilmour), τον «ήσυχο» (Rick Wright) και τον «ατζαμή» (Nick Mason) Floyd· ο «παλαβιάρης» (Syd Barrett) μάς άφησε χρόνους λίγο καιρό μετά. Πιστός στη μεγαλομανία του –και στην επαγγελματική λογική του κάθε σταρ τρίτης ηλικίας που δεν είναι ο Bob Dylan– ο Waters έγραψε στο μεταξύ και μια όπερα (Ça Ira, με θέμα τη Γαλλική Επανάσταση).
Από τότε που πήρε (με το ζόρι;) τα ηνία του παλιού του συγκροτήματος (από το Dark Side Of The Moon και δώθε, χονδρικά), ο ήρωάς μας επέβαλλε την πολιτική θεματολογία στους συντρόφους του, οδηγώντας τους σε μια σειρά δίσκων οι οποίοι, παρότι στην πραγματικότητα καταπιάνονταν με την εποχή τους, κατέληξαν να ακούγονται σήμερα έως και προφητικοί. Κάτι που μπορεί να ειπωθεί και για τα πονήματα της σόλο καριέρας του, κυρίως για το Amused To Death του 1992. Ναι, η ανθρωπότητα αποδείχθηκε τελικά απολύτως προβλέψιμη...
Επανερχόμενος, ο Waters θέλησε να γράψει ένα γράμμα απευθυνόμενος στους συνανθρώπους του, λέγοντάς τους κάτι στα πλαίσια του: «είστε ευχαριστημένοι με το πώς τα σκατώσαμε, ρε μαλάκες;». Το ερώτημα είναι ρητορικό –και ο Βρετανός πολύ θυμωμένος, καθότι στο νέο άλμπουμ τα βάζει με όλους: με τον Θεό, με τον Donald Trump, με τον πόλεμο. Εντάξει, τους Radiohead τους άφησε απέξω, για να τους περιποιηθεί με ανοιχτή επιστολή...
Αν κανείς γίνεται να αποδεχθεί ή έστω να προσπεράσει κάποια προφανή (και άρα αναπόφευκτα) στοιχεία του Is This The Life We Really Want?, μπορεί εύκολα στη συνέχεια να απολαύσει τις αρετές του. Ναι, μουσικά ο Waters αποδέχεται και σφιχταγγαλιάζει το παρελθόν του: κάπου επιστρατεύει τον ελεγειακό τόνο του “Mother” (“Déjà Vu”), αλλού τα πλήκτρα και τον ρυθμό του “Time” (“Smell The Roses”), κάπου ενδιάμεσα τα σύνθια του “Welcome To The Machine” (“Picture That”). Υπάρχουν επίσης διάσπαρτα φωνητικά δείγματα και ηχητικά κολάζ από αυτά που υπάρχουν σε όλους τους δίσκους του, με τους Pink Floyd, αλλά και σόλο. Ο Waters παραμένει δηλαδή, ως μουσικός, αυτός που ήταν πάντα.
Αλλά το κλειδί εδώ (όπως επίσης πάντα, εδώ που τα λέμε) είναι στα λόγια. Η οργή και η αίσθηση του επείγοντος κόβουν σαν λεπίδα σε τούτα τα τραγούδια, με τον βετεράνο μουσικό να μεταφέρει με απόλυτη πειστικότητα τα όσα έχει να πει. Πότε κινούμενος στις χαμηλότερες βαθμίδες του φωνητικού εύρους του, πότε αφήνοντας εκείνες τις κραυγές-σήμα κατατεθέν του ταμπεραμέντου του, κάνει ξεκάθαρο ότι όλα τα γύρω είναι απλώς οχήματα για να μεταφερθεί ο λόγος. Και τι λόγος: ευθύς, σταράτος, χωρίς νοιάξιμο για πολιτικές ορθότητες, με μια «όποιον πάρει ο Χάρος» λογική, η οποία ξαφνιάζει ευχάριστα –αλλά και με μια εξομολογητική διάθεση προς το τέλος, απρόσμενα ευπρόσδεκτη.
Θα μπορούσε κανείς να ζητήσει περισσότερα από τούτο το άλμπουμ, με βάση τη συμμετοχή στη δημιουργία του ανθρώπων όπως ο Nigel Godrich και ο Jonathan Wilson. Ο πρώτος, ως παραγωγός, φημίζεται για το «στρίμωγμα» των πελατών του και ο δεύτερος, ως οργανοπαίχτης, για τις προοδευτικές ιδέες του –πράγματα που μάλλον απουσιάζουν από τα αυλάκια του δίσκου, με αποτέλεσμα μια αίσθηση ότι όλα τα τραγούδια κυλούν σαν ένα. Από την άλλη, δύσκολα βρίσκεις εδώ κάτι που να μην δικαιολογείται, ένα αποτέλεσμα ξένο της πρόθεσης δηλαδή.
Και συνάμα νιώθεις μιαν ανακούφιση που ένας 73χρονος, παρά τα πολλά λεφτά του, με τα λάθη του έστω ή και με τον υπερβάλλοντα ζήλο του κάποτε, δεν δείχνει καμιά διάθεση να τα παρατήσει.
Ραντεβού στα στάδια, Roger!
{youtube}PEh7Ip4yvH8{/youtube}