Είναι γνωστό πως η καταγωγή των Ulver κρατάει από την περίφημη νορβηγική σκηνή του black metal. Επίσης γνωστό ότι δεν κάθισαν πολύ εκεί, ότι από νωρίς (ήδη από το 2o άλμπουμ τους, το Kveldssanger του 1996, αλλά πιο καθαρά σε δίσκους όπως το Perdition City του 2000 και στις πολλές διακλαδώσεις μετέπειτα) έχουν αναπτύξει έναν χαρακτήρα «προβλέψιμα απρόβλεπτο», όπως έχει σωστά χαρακτηριστεί (εδώ).
Με άλλα λόγια, οι Ulver είναι γνωστοί χαμαιλέοντες, μόνιμοι μετανάστες των ηχητικών ταυτοτήτων και στυλ· και αντιλαμβάνονται την έννοια της δικής τους εξέλιξης ως μία εποικοδομητική επίσκεψη σε διαφορετικά κάθε φορά μουσικά τερέν. Και πάλι, ακόμα κι αν αυτό είναι σχεδόν κοινός τόπος, νομίζω πως θέλει κάποιον χρόνο για να χωνέψει κανείς (αν χωνέψει) το γεγονός ότι το Assassination Οf Julius Caesar είναι ένας …synth pop δίσκος! Σε κάνει να αναρωτιέσαι γιατί, τουλάχιστον στην αρχή.
Η εκδοχή της πλάκας δεν συγκεντρώνει πολλές πιθανότητες, καθώς ο Kristoffer Rygg και η εκάστοτε παρέα του δεν είναι ακριβώς τα παιδιά του χαβαλέ. Ό,τι κι αν έχουν δοκιμάσει στο παρελθόν, έχουν πιστέψει στην εκφραστική του δύναμη ή καλύτερα στη δυνατότητα οι ίδιοι να μπορέσουν να συνδεθούν ουσιαστικά μαζί της και να τη συστήσουν στα πολύ δικά τους φαντάσματα. Μετά λοιπόν την πρώτη κρυάδα, οι επόμενες ακροάσεις καθιστούν σιγά-σιγά φανερό πως το ίδιο συμβαίνει και εδώ· πως δηλαδή οι Ulver δεν επισκέπτονται τη synth pop των 1980s για να τρολάρουν ή να νοσταλγήσουν κάποιον χαμένο μουσικό παράδεισο, αλλά γιατί θεωρούν ότι μέσω αυτού μπορούν να επανεφεύρουν τους εαυτούς τους και να παραδώσουν έναν δίσκο αξιώσεων. Εν τέλει, δικαιώνονται.
Το πρώτο σημάδι ότι οι Ulver όντως το εννοούν, έρχεται με τους στίχους του Rygg (άλλωστε ο παρών είναι μάλλον ο πιο τραγουδιστικός τους δίσκος). Στίχοι απλοί, αλλά σε γενικές γραμμές μεστοί, οι οποίοι μπορούν πάνω σε μία σχετικά ανάλαφρη αναφορά στους Depeche Mode να δώσουν το ρεφραίν: «Oooooh, Nero lights up the night» (στο εναρκτήριο “Nemoralia”). Ο Rygg καταφέρνει, γενικώς, να σκιαγραφήσει έναν εκπίπτοντα κόσμο, όπως εκείνον τη στιγμή της δολοφονίας του Ιούλιου Καίσαρα ή της τρέλας του Νέρωνα («I want to tell you something / about the grace of faded things», τραγουδάει στο πρώτο δίστιχο του “Southern Gothic”), να αντιληφθεί ότι το κύριο χαρακτηριστικό ενός τέτοιου κόσμου (και εδώ η δική μας πραγματικότητα, του 21ου αιώνα, βρίσκει μια ενοχλητική αναλογία) είναι η απώλεια του νοήματος («And the words they mean nothing / to anyone anymore», το τελευταίο δίστιχο του ίδιου κομματιού) και να συναντήσει τον Angelus Novus του Paul Klee (πιθανώς μέσω της θαυμάσιας ανάγνωσης που μας χάρισε ο Walter Benjamin), σημειώνοντας πως «Progress is its name / Death nods its head» (στο “Angelus Novus”).
Και ιδού η πρόκληση (μία πρόκληση): να τραγουδήσεις για αυτόν τον εκπίπτοντα κόσμο μέσω της εξίσου εκπίπτουσας ποπ κουλτούρας, η οποία από καιρό τρώει τις σάρκες της, επιστρέφοντας ξανά και ξανά σε ό,τι μας παρουσίασε κάποτε ως καινοτομία. Και να το κάνεις χωρίς ταυτόχρονα να εκπέσεις και εσύ ο ίδιος σε ένα κενό νοήματος revival, να δώσεις βάθος σε μία μουσική που φαίνεται πως αρκούταν στα ρομποτικά ρυθμικά της και στις πρώιμα ψηφιακές μελωδίες της.
Ένα καλό παράδειγμα για το πώς οι Ulver καταφέρνουν αυτήν την εμβάθυνση του πεδίου, είναι το “So Falls The World”. Το κομμάτι ξεκινάει με το εύγλωττο δίστιχο «Legends fail / And houses fall», μέσα σε ένα μουσικό περιβάλλον αρκετά γνώριμο για τα δεδομένα του γκρουπ, στο οποίο κυριαρχούν τα απλωτά συνθεσάιζερ κι ένα δραματικό θέμα στο πιάνο. Και εκεί που περιμένεις το δράμα να κορυφωθεί, με ένα ταρατατζούμ στα τύμπανα, βρίσκεις μπροστά σου τα ολογράμματα των Erasure ή των Human League να στήνουν ένα απενοχοποιημένο πάρτι μέσα στα ερείπια.
Εξίσου καλό παράδειγμα είναι και το “Rolling Stone”, το οποίο ακολουθεί μια κάπως αντίστροφη οδό. Περνάει τον περισσότερο χρόνο του (τα 6μιση από τα 9μιση λεπτά του) γκρουβάροντας λάγνα σε μία mid-tempo ρυθμογραμμή, πιστή στα synth pop ιδεώδη (και μάλιστα με τα γυναικεία δεύτερα φωνητικά στο ρεφραίν να υπογραμμίζουν τον καταγωγικό της μίτο), για να χαθεί στο τελευταίο 3λεπτο στις noise απολήξεις, που έτσι κι αλλιώς το κρατούσαν σε χαμηλή φωτιά από την αρχή. Το καλύτερο, όμως, το αφήνουν για το τέλος, με το σχεδόν συγκλονιστικό “Coming Home” να βρίσκει ένα σημείο τομής μεταξύ των Depeche Mode και των Coil, προτού μπει με αποφασιστικό βήμα (δηλαδή με μια σταθερή ρυθμογραμμή, πάνω στην οποία εγγράφεται η ένταση) μέσα στην ομίχλη που έχει ήδη σχεδιάσει, αφήνοντας τους απόηχους των συνθεσάιζερ και του σαξοφώνου να προετοιμάσουν το έδαφος για την τελευταία ατάκα του Rygg: «To forgive and forget» (σε μία έξυπνη νοηματοδότηση του τι μπορεί να σημαίνει το «coming home» του τίτλου).
Με λίγα λόγια, οι Ulver μπλέκουν τα πράγματα μεταξύ τους, τη synth pop αφέλεια με το σχεδόν γοτθικό πέπλο της γενικής αισθητικής τους. Δίνουν επίσης στο Assassination Οf Julius Caesar την παραγωγή που του αξίζει, ικανή να γονιμοποιήσει τις αντιφάσεις των επιλογών τους, να αναδείξει τις πολύ πειστικές ατμοσφαιρικές τους διαθέσεις και τελικά να συμβάλλει τα μέγιστα σ’ έναν δίσκο ο οποίος ακούγεται αρκετά σημερινός, παρόλο που έχει φτιαχτεί με υλικά του παρελθόντος (σε αναλογία, ίσως, με τον Angelus Novus του Benjamin, ο οποίος προχωράει μπροστά, έχοντας το βλέμμα στραμμένο προς ό,τι αφήνει πίσω).
Σε κάνουν, τέλος, να θαυμάζεις την επιμονή τους να αλλάζουν διαρκώς και την ικανότητά τους να αφομοιώνουν τα διαφορετικά μουσικά εργαλεία, διατηρώντας πάντοτε (σχεδόν 25 χρόνια τώρα) μια συγκεκριμένη κατεύθυνση στον ήχο τους και μένοντας πιστοί στα φαντάσματα που έχουν επιλέξει να ακολουθήσουν.
{youtube}Wq0Kb4bFNzg{/youtube}