Πάνε πάνω από 15 χρόνια απ’ όταν τα λαγωνικά της Warp ανακάλυψαν τον Christopher Stephen Clark ή Chris Clark ή απλά …Clark και ενθουσιάστηκαν με τον τρόπο αλλά και τον πλουραλισμό με τον οποίον προσέγγιζε την ηλεκτρονική μουσική στο εύρος της. Έκτοτε κυκλοφόρησε 8 άλμπουμ στην εν λόγω ετικέτα. Και, άμα τα ξεψαχνίσει κανείς, θα βρει σε αυτά από ετερογενή club-oriented κομμάτια μέχρι στριφνές IDM αναζητήσεις, και από κινηματογραφικές ατμόσφαιρες μέχρι techno μετρονομίες.
Διαβάζοντας σε διάφορες αγγλόφωνες ιστοσελίδες τις απόψεις αρθρογράφων για το 9ο πόνημα του Clark, με τίτλο Death Peak, διαπίστωσα ότι, όσο περνά ο καιρός, ο προσδιορισμός «techno» γίνεται κάτι τόσο γενικό, όσο ηχεί στα αυτιά μας και φαντάζει στα μάτια μας πλέον το rock ή η pop. Προφανώς (και εκ των πραγμάτων) για τους νεότερους ακροατές της αλλοδαπής και κάποιους της ημεδαπής, ως techno λογίζεται πια ο κύριος κορμός της ηλεκτρονικής γραφής: μέσες-άκρες, όλα είναι techno.
Κάνω τη σχετική αναφορά όχι για να προσάψω λάθος στην προαναφερθείσα προσέγγιση, αλλά κυρίως γιατί, ακούγοντας αρκετές φορές το άλμπουμ, περισσότερο θα στεκόμουν στον αυτούσιο electro χαρακτήρα των κομματιών· είτε μιλάμε για electro από τα τέλη των 1970s, από τα 1980s, από τα 1990s με λοξοκοιτάγματα προς acid house ή από τα 2000s, όταν σκοτεινοί ελεκτροποπάδες φλερτάρανε ακόμα και με το mellow trance.
Χαρακτηριστικότατο δείγμα το “Butterfly Prowler” ή το σχεδόν ευφορικό “Hoova”, με το δεύτερο ειδικά να μοιάζει σα να βρέθηκαν για λίγες ώρες οι Front 242 με τους Apoptygma Berzerk και να το γράψανε. Στο δε “Peak Magnetic” –που, παρεμπιπτόντως, είναι εντυπωσιακά φωτεινό και εξωστρεφές για κομμάτι του Clark– αποκλείεται να μην εντοπίσεις κάπου ανάμεσα στις νότες τους Saint Etienne: θα έλεγα πως φωνάζουν την παρουσία τους.
Κατά τα λοιπά, τα “Catastrophe Anthem” και “Living Fantasy” ενώνονται με μια νοητή γραμμή που φέρνει στην επιφάνεια την επική πλευρά του μουσικού, με έγχορδα και beats να σμίγουν στο πρώτο και synths να μεγαλουργούν στο δεύτερο. Προσθέτουμε επίσης ένα ενδιαφέρον, αντιφατικό intro (“Spring But Dark”), λίγα –και αναμενόμενα– techno καΐδια (“Slap Drones”), μια εκλεκτική, ψυχεδελίζουσα και κάπως μπαρόκ έκλαμψη (“Aftermath”), αλλά και το 10λεπτο “Un U.K.”, που όσο περιεκτικό είναι σε ιδέες, τόσο κουραστικό γίνεται τελικά ως αποτέλεσμα, μιας και το μαγικό συστατικό της συνοχής δεν εμφανίστηκε ποτέ.
Χωρίς να μπορεί να χαρακτηριστεί αδιάφορο, μέτριο ή κακό, θαρρώ πως υπήρξαν αρκετές στιγμές στη δισκογραφία του Clark πολύ πιο ενδιαφέρουσες από το Death Peak (π.χ. το Body Riddle του 2006 ή το Iradelphic του 2012). Δεν σε χαλάει μεν το άλμπουμ, αλλά μία που το ακούς και μία που κατευθύνεσαι προς το επόμενο άκουσμα, κρατώντας απλά δυο-τρεις καλές στιγμές.
{youtube}QW7mycj9zbw{/youtube}