Και «grail» και «chalice» (που είναι συνώνυμα και δείχνουν το Δισκοπότηρο) και «hymnal»· μοιάζει με θαύμα το ότι τούτος ο δίσκος δεν είναι θρησκευτικών προδιαγραφών. Ή μήπως είναι;
Η απάντηση είναι, βέβαια, αρνητική με την τυπική της ερμηνεία. Τι θα μπορούσε όμως να θεωρηθεί «θρησκευτικό» σε ένα μουσικό περιβάλλον το οποίο μορφολογικά ακουμπάει σε μία ενδιάμεση περιοχή μεταξύ ψυχεδέλειας και post-rock; Ο λυρισμός σίγουρα, καθώς σχεδόν εξ ορισμού απευθύνεται στο υπερβατικό, όπως και η ίδια η ψυχεδέλεια, η οποία στην επιτυχημένη της βερσιόν επιδιώκει τη μέθεξη και μια είδους διασύνδεση· αλλά και μια στρατηγική στη διαχείριση των εντάσεων, η οποία να μπορεί να κρατάει τα πράγματα κάπως αιωρούμενα: ποτέ να μη φτάνουν σε μια ξεκάθαρη κάθαρση, αλλά πάντα να την υπονοούν, ως έναν απώτερο προορισμό.
Θρησκευόμενοι ή μη, πάντως, οι Grails επιστρέφουν 6 χρόνια μετά το προηγούμενο «κανονικό» τους LP, το εξαιρετικό Deep Politics, και 5 μετά την τελευταία τους δισκογραφική παρουσία, το split με τους Φιλανδούς Pharaoh Overlord. Δεν επιστρέφουν διαφορετικοί, κάτι που σημαίνει ότι στο Chalice Hymnal δεν υπάρχουν σοβαρές εκπλήξεις για όσους και όσες έχουν μια αμυδρή έστω επαφή με τα προηγούμενα· επιστρέφουν όμως δριμύτεροι, βγάζοντας δηλαδή ένα γεμάτο και ουσιαστικό άλμπουμ, το οποίο –ακόμα κι αν ψαχουλεύει στα πεπραγμένα για να βρει τρόπους και μεθόδους– διέπεται από μια δυναμική που έχει καθ’ αυτή τη σημασία της.
Δύσκολα έτσι βρίσκεις κάτι καινούργιο σε κομμάτια όπως τα “Chalice Hymnal”, “Deep Snow II”, “The Moth Αnd Τhe Flame” ή “Thorns II”, όμως αυτό δεν κάνει τον εσωτερικό τους διάκοσμο λιγότερο γοητευτικό. Άλλωστε νομίζω πως οι Grails δεν ήταν ποτέ το συγκρότημα των μεγάλων συγκινήσεων. Ήξεραν όμως –και ξέρουν– να φτιάχνουν μουσική που γαργαλάει διακριτικά το θυμικό σου: ένα ατμοσφαιρικό, ορχηστρικό ροκ που ξέρει να νοσταλγεί, αλλά και να ονειρεύεται. Αυτό και μας παρουσιάζουν στο μεγαλύτερο μέρος του δίσκου.
Στις πιο ακραιφνείς ροκ στιγμές του, το Chalice Hymnal κλείνει το μάτι στην κληρονομιά των Black Sabbath (στο “New Prague”), ενώ στον αντίποδα μπορεί να αφήνεται αναπαυτικά σε μία πιο ambient ατμόσφαιρα ενατένισης (π.χ. στα “Empty Chamber” και “Rebecca”). Στοιχεία, φυσικά, που διαχέονται μέσα στον δίσκο, χρωματίζοντας όπου χρειάζεται τον πιο χαρακτηριστικό ήχο του συγκροτήματος από το Πόρτλαντ.
Αξίζει ίσως να σταθούμε λιγάκι στο 10λεπτο “After Τhe Funeral”. Το κομμάτι ξεκινάει με ένα αρκετά σινεματίκ και αρκετά αναγνωρίσιμο για Grails 5λεπτο, στο οποίο όλα πηγαίνουν γενικώς καλά, μέχρι που τα έγχορδα αρχίζουν λιγάκι να κουράζουν, υπενθυμίζοντας την τάση τους μερικές φορές να αυτοπαγιδεύονται στην ανάπτυξη των συνθέσεων και να υπερβάλλουν λιγάκι στον λυρισμό τους. Γρήγορα, ωστόσο, το κομμάτι ανοίγει, παίρνει μια πιο ρευστή δομική σύσταση και ο Emil Amos στα τύμπανα συντονίζεται με το κοντραμπάσο του προσκεκλημένου Ross Gallagher, σε ένα όμορφο παιχνίδι κάλυψης-απόκρυψης. Η κορύφωση ωστόσο έρχεται από έναν άλλο guest, τον Timba Harris, συνεργάτη για χρόνια των θαυμάσιων Secret Chiefs 3. Το σόλο του στο βιολί είναι εκπληκτικό, τόσο ως προς τη φρασεολογία του, όσο και για το πώς λειτουργεί στον ευρύτερο χώρο της σύνθεσης, σημειώνοντας μάλλον την καλύτερη στιγμή του δίσκου.
Φυσικά, μία βασική δύναμη των Grails είναι οι κιθάρες τους, δηλαδή ο Alex John Hall και ο Zak Riles. Και είναι ακμαίοι και εδώ, τόσο στις μελωδίες (υποψιάζομαι πως κατά τι υπερτερεί ο Riles), όσο και στους τρόπους που βρίσκουν να διαπλέκουν τα θέματα και τις παραμορφώσεις τους. Κοντά σε αυτά, οι Grails δεν παραλείπουν να αναζητήσουν και το γκρουβ. Ένα όχι ιδιαίτερα εξωστρεφές γκρουβ, βεβαίως, ικανό όμως να μεταφέρει τις δονήσεις του (σε κομμάτια π.χ. όπως τo “Pelham” ή σε μια πιο σκονισμένη εκδοχή στο “Tough Guy”).
Το Chalice Hymnal είναι λοιπόν μία πολύ θετική συνέχεια στη δισκογραφία του συγκροτήματος από το Πόρτλαντ· κάτι παραπάνω από απλώς ένα «τίμιο» άλμπουμ.
{youtube}jxZaEoBoNlY{/youtube}