Από τους διάφορους Bob Dylan που περπάτησαν κατά καιρούς τούτη τη γη, τον έναν μάλλον κανείς δεν τον θυμάται πια. Ο Robert Zimmerman άρχισε να εξαϋλώνεται από τα τέλη των 1950s κιόλας, για να εξαφανιστεί διά παντός και με τη βούλα του νόμου τον Αύγουστο του 1962.
Έναν άλλον Dylan, πάλι, τον φαρσέρ/διαβολάκο που αρέσκεται στο να παίζει με τα στερεότυπα και τις προσδοκίες του κοινού του, παρότι είχαμε μέχρι στιγμής πλείστες όσες ευκαιρίες να τον παρακολουθήσουμε, φαίνεται πως ακόμα να τον καταλάβουμε. Όταν το 2014 ανακοινώθηκε ότι ο γερο-Bob θα κυκλοφορούσε δίσκο με δικές του εκτελέσεις σε τραγούδια που σημάδεψε με τις ερμηνείες του ο Frank Sinatra, πολλοί κάγχασαν. Τώρα, που το ...«κακό» τριτώνει, κανείς δεν φαίνεται να έχει την ίδια διάθεση.
Αναμενόμενο, αφού (πρωτίστως) το Shadows In The Night του 2015 και το Fallen Angels του 2016 απέδειξαν πέραν πάσης αμφιβολίας ότι ο Dylan μπορούσε μια χαρά να διαχειριστεί την κληρονομιά του Μεγάλου Αμερικανικού Ρεπερτορίου –τα 'γραφε και ο Ανδρέας Κύρκος εδώ κι εδώ. Κι αυτό γιατί ό,τι του έλειπε σε φωνητική καθαρότητα κι ευλυγισία, είχε να το αναπληρώσει με την προσωπικότητα, την εμπειρία του και την αλήθεια που μπόρεσε να βρει μέσα στις μελωδίες και στους στίχους των επιλογών του.
Το Triplicate, βέβαια, έρχεται να παρουσιάσει μια άλλου είδους πρόκληση, έτσι όπως αποθέτει επί τάπητος όχι 10, ούτε 20, αλλά 30 κομμάτια μαζεμένα. Με δεδομένο το ότι παράγοντες όπως η ενορχήστρωση και η ατμόσφαιρα παραμένουν ουσιαστικά αμετάβλητοι σε σχέση με τις δύο προηγούμενες κυκλοφορίες, το στοιχείο της έκπληξης απουσιάζει εντελώς, κάνοντας κομματάκι πιο δύσκολη την πλοήγηση. Σταθερά ...ασταθής παραμένει και η φωνή του Dylan. Αλλά και πάλι, με κάποιον όχι και τόσο θαυματουργό (αν το καλοσκεφτείς) τρόπο, οι ερμηνείες του τα καταφέρνουν μια χαρά να σε σεργιανίσουν χαλαρά και λικνιστικά στις συνήθως υποφωτισμένες και ήσυχες γωνιές τούτων των τραγουδιών.
Αυτός είναι τελικά ο σκοπός του Dylan (και) σε αυτή την 3η επίσκεψή του στο συγκεκριμένο τοπίο του παρελθόντος: να θυμηθεί και να θυμίσει μια εποχή και ένα ήθος εν πολλοίς ξεχασμένα. Απουσιάζει, άλλωστε, επιδεικτικά η όποια προσπάθεια ανανέωσης και φρεσκαρίσματος κι απομένει μια γλυκιά θύμηση –σχετιζόμενη ίσως και μ' εκείνη την παλιά, χαμένη ταυτότητα. Και μια ειρωνεία, όμως, την οποία δύσκολα μπορείς να παραβλέψεις: ο γερόλυκος τραγουδάει εδώ τα τραγούδια της Tin Pan Alley, της οποίας το σπιτάκι, ως φέρελπις νεανίας, έβαλε το χεράκι του (τι χεράκι δηλαδή, μια χερούκλα να, με το συμπάθιο) για να κλείσει διαπαντός.
Πρέπει, τελικά, να το πάρεις γι' αυτό ακριβώς που είναι το Triplicate, αν θες να το ευχαριστηθείς έστω και λίγο: ως τον χαιρετισμό ενός μεγάλου προς (κάποιους από) τους προγόνους της τέχνης του ή και ως ένα καπρίτσιο του ακόμη-ακόμη. Το οποίο κάθε άλλο παρά περαστικό αποδείχτηκε, πάντως. Βοηθάει, επίσης, το να κλείσεις τα μάτια και να τον φανταστείς μέσα στο υποφωτισμένο στούντιο, περικυκλωμένο από τους μουσικούς του και με το καπέλο στο κεφάλι, να τραγουδά με εκείνο το ελαφρύ μειδίαμα και το σηκωμένο φρύδι «Braggin'/ wastin' all your time just braggin'/ when ya' should be busy/ plowin' and a'plantin'».
Και να θυμηθείς ότι, κάθε που αυτός βουτούσε κατακέφαλα σε μια μουσική παράδοση, με το που επέστρεφε στην «επιφάνεια» είχε πάντα να προσφέρει κάτι πολύτιμο ως απόσταγμα όσων είχε ανασύρει.
Είθε να συμβεί ξανά.
{youtube}BJdKQ92-H_c{/youtube}