Σε μία από τις θεματικές, ραδιοφωνικές του εκπομπές, ο Dylan περιέγραφε την πρώτη φορά που άκουσε το “The Man That Got Away” της Judy Garland, σε ένα τζούκμποξ που βρισκόταν σε κάποιο στέκι των beatniks. Το είχε γράψει ο Harold Arlen (διάσημος για το "Over The Rainbow") και μέσα σε αυτό o νεαρός Dylan μπορούσε να ακούσει τις ρίζες της αμερικανικής folk παράδοσης.
Το "Skylark" και το "That Old Black Magic" που βρίσκονται στο Fallen Angels είναι σε στίχους Johnny Mercer και φημολογείται πως τα είχε γράψει για τη Garland, με την οποία υπήρξαν εραστές. Πολλοί θα επισημάνουν ότι ζούμε στην εποχή που ο Bob Dylan αναγεννήθηκε σαν εσωστρεφής crooner. Αυτή βέβαια η μεταστροφή δεν δυσαρεστεί κανέναν: πάντοτε άλλωστε μετρούσε τη «θερμοκρασία» της αμερικάνικης ψυχής και τη θεράπευε μέσα από τη folk και τα blues. Προσωπικά, πάντως, πιστεύω πως δεν είναι αυτός ο ρόλος που έχει πραγματικά αναλάβει. Με βάση δηλαδή το παραπάνω παράδειγμα, θα έλεγα πως –λίγο πριν τα συντάξιμα χρόνια– ο μεγάλος μουσικός θέλει να μας αποχαιρετήσει ως ο disk jokey της καρδιάς μας.
Αντιθέτως με τον Frank Sinatra, ο οποίος διατήρησε την ίδια επιβλητική περσόνα σε όλες τις φάσεις της καριέρας του, υπήρξαν κάμποσες εκδοχές του αινίγματος Bob Dylan. Και μερικές περσόνες, ήταν καλύτερες από άλλες, στη διαδρομή από τον ιδεολόγο folk τραγουδιστή διαμαρτυρίας στον ηλεκτρισμένο Πικάσο του ροκ και από τον αυτοεξόριστο στα υπόγεια των bootleg, στον αναγεννημένο Χριστιανό και μετά στον βαρυκόκκαλο δεινόσαυρο με τα δερμάτινα τζάκετ και τα μακριά σκουλαρίκια στη δεκαετία του 1980. Γιατί όχι και crooner, λοιπόν; Άλλωστε δεν βάζει κάτω ο Dylan, με ένα και μόνο του τραγούδι, ορδές από ροδομάγουλους ζεν πρεμιέ που παριστάνουν τους απογόνους του Sinatra;
Ακούγοντας σχετικά πρόσφατα τις (περίπου) 100 ραδιοφωνικές του εκπομπές, αντιλήφθηκα πως ο τραγουδοποιός θέλει να σταματήσει τον χρόνο και να μας μιλήσει για πράγματα που κανείς πια δεν θεωρεί σημαντικά. Σαν DJ με εμπειρία και γνώση, θέλει να ρίξει φως στο υπόγειο και στο πατάρι του μουσείου της πολιτιστικής ιστορίας της Αμερικής. Να παίξει για εμάς τις συνθέσεις του Arlen και του Sammy Cahn και να επισημάνει τους φλογερούς στίχους της Carolyn Leigh και του Mercer. Πάντοτε με τραγούδια που έχουν κοινό παρονομαστή το σαρωτικό αποτύπωμα του Sinatra στη διαμόρφωση της παράδοσης των δεκαετιών του 1940 και του 1950.
Ενορατικός, σοφός και πλήρης εμπειριών, σαν απόμακρος φίλος, ο Dylan χαρίζει έναν ακόμη φόρο τιμής σε συνθέσεις όπως το “Nevertheless” (το είχε πει ο Bing Crosby στη δεκαετία του 1930), μας μαθαίνει άγνωστα τραγούδια όπως το “On Α Little Street Ιn Singapore” και τολμάει μια δυνατή ερμηνεία στο “All Or Nothing Αt All”.
Στα 54 χρόνια ντυλανικού βίου, ο κορυφαίος τραγουδοποιός του περασμένου αιώνα ήξερε καλά να ανοίγει και να κλείνει τις παρτίδες του σε θεματικές τριλογίες: από την επανεφεύρεση του rock 'n' roll με την τριλογία Bringing It All Back Home (1965), Highway 61 Revisited (1965) & Blonde On Blonde (1966), μέχρι την πρόσφατη επιστροφή στις ρίζες με άλμπουμ σαν τα Time Out Οf Mind (1997), Love Αnd Theft (2001) και Modern Times (2006). Είναι λοιπόν αναμενόμενη συνέχεια η αναβίωση των υποφωτισμένων standards του αμερικάνικου songbook που έχει ερμηνεύσει σε κάποια φάση της καριέρας του ο Frank Sinatra, μετά το υπέροχο Shadows In The Night του 2015 (για το οποίο είχα γράψει τότε, εδώ).
Να περιμένουμε λοιπόν μία ακόμα τριλογία; Ακούγοντας την τρυφερή εκτέλεση του “Come Rain Οr Come Shine” να κλείνει τον δίσκο, δεν μπορούμε παρά να το ευχηθούμε.
{youtube}T2xBaX5awlc{/youtube}