Ακάματη και πολύτιμη η αρθογραφία του Γιώργου Βέλτσου, στις σελίδες του «Βήματος». Σε ένα από τα τελευταία του κείμενα περί μεταπολίτευσης, αυτό της 19ης Φεβρουαρίου του 2025, κατέληγε ως εξής: «Με τα κείμενα στο «Βήμα» αυτοβιογραφούμαι. Πίστεψα ότι μπορώ να σχεδιάσω μια αυτοβιογραφία της μόδας μιλώντας λιγότερο για τη ζωή και περισσότερο για τους τρόπους με τους οποίους την έζησα. Τους αντιλαμβάνομαι και τους διδάσκω, κατά κάποιον τρόπο, σαν πένθος και σαν γιορτή. Πίστεψα, τέλος, ότι καταθέτω ένα ακόμα «αρχείο» για τη Μεταπολίτευση: το σώμα. Και ονομάζοντας το σώμα, αρχείο, δεν αναφέρθηκα μόνο στο σύνολο των κειμένων μου ως μαρτυρία του παρελθόντος, ούτε σε «εκείνον που κάνει τόσα πράγματα ειπωμένα από τόσους ανθρώπους να μην εμφανίζονται με βάση μόνο τους νόμους της σκέψης ή το παιχνίδι της τύχης» αλλά σε όσα θα προκύψουν χάρη σε εκείνο το παιχνίδι των σχέσεων που χαρακτηρίζουν το πεδίο της γραφής. Δεν έσπασα τον καθρέφτη. Δεν είπα την αλήθεια, ακόμα και σαν ένα είδος σφάλματος που διαθέτει το πλεονέκτημα ότι δεν αναιρείται εύκολα. Δεν επέτρεψα στον εαυτό μου την ανεμελιά.»
Αυτή η μη επιτρεπτή ανεμελιά και το αρχείο-σώμα, μπορεί εν προκειμένω να μην αφηγούνται ως βιωμένα γεγονότα, επέστρεψαν όμως στο νου μου σαν ερμηνευτικά εργαλεία για τη μη γραμμική εξιστόρηση του Johan Grimonprez στο Soundtrack to a Coup d’Etat που εξακολουθεί και διανέμεται από το Cinobo σε επιλεγμένες αίθουσες. Και πριν δούμε περισσότερα εντός αυτού, ας σημειωθεί το εξής. Παρότι πρόκειται για φιλμ που ανήκει στο πεδίο των ντοκιμαντέρ, κατορθώνει χάρη στη visual artist κοψιά του δημιουργού του, να υπερβαίνει τα σπασίματα στο ρυθμό που είθισται να προκύπτουν από τις πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις και τη νωχελική voiceover πρόζα. Η επιλογή του κολάζ, η προτεραιοποίηση των αρετών του μοντάζ που αντλεί τα μέγιστα από το καταγεγραμμένο υλικό, και κυρίως η σαφήνεια της πολιτικής τοποθέτησης του Βέλγου δημιουργού απέναντι στα πεπραγμένα της Δύσης και στο ρόλο της πατρίδας του, διακριτή σε κάθε καρέ ντοκουμέντων ή συμβολισμών, καθιστούν το Σάουντρακ για ένα Πραξικόπημα, κάτι περισσότερο από ντοκιμαντέρ.
Ότι δεν κατάφερε το «στα χαρτιά» κινηματογραφικό A Complete Unknown (όχι γιατί υπέπεσε σε πασάλειμμα πραγματολογικών στοιχείων - μια χαρά λειτουργεί ως εφηβικό κλειδάκι για το σύμπαν του Dylan), επιτυγχάνεται στο αναζωογονητικό για το είδος, φιλμ του Grimonprez. Το αφουγκράζεσαι, μιας και μπήκε στην κουβέντα ο Bob, έστω κι αν βλεφαρίσεις στο πως ακούγεται η Nina Simone στο “Ballad Of Hollis Brown”, στην αλληλουχία των καρέ. Στήθηκε ώστε να εκμεταλλευτεί κάθε σπιθαμή από αυτό το ρημάδι το μέσο που λέγεται σινεμά. Έχει το γνώρισμα να είναι ψύχραιμο στο ιστορικό σκέλος, μα και αισθητικά νευρώδες. Ακολουθώντας τα χτυπήματα των Art Blakey και Max Roach, τη δύναμη στο λαρύγγι της Abbey Lincoln, τις ανάσες του Dizzy Gillespie και το γρέζι στο πονηρό γέλιο του Satchmo, μας μεταφέρει το πυκνό χρονικό για τα πεπραγμένα των αποικιοκρατών στον καιρό του Ψυχρού Πολέμου, για τη δράση και τελικώς τη δολοφονία του Patrice Lumumba, για τον αγώνα του Κονγκό για ανεξαρτησία, για τις παρασκηνιακές κινήσεις της CIA και του ΥΠΕΞ των ΗΠΑ μέσω της πολιτιστικής εξαγωγής jazz μουσικών ανά των κόσμο, ως πρεσβευτών καλής θέλησης (ήδη από το 1956 κάπως έτσι έφτασε στα μέρη μας κι ο Dizzy με τον Quincy Jones) Ένα σχιζοφρενικό δαντελένιο πέπλο για να καλυφθούν επιχειρήσεις δολοφονίας και πολιτικής αποσταθεροποίησης.
Castro, Khrushchev, Malcolm X (ο οποίος τρία χρόνια μετά το θάνατο του Κονγκολέζου ηγέτη, έδωσε το όνομα Lumumba στη μια του κόρη), οι συνεδριάσεις του ΟΗΕ με τις σκοπίμως λαθεμένες θεσμικές αντικομμουνιστικές μεταφράσεις (που προκαλούν το μειδίαμα του Dizzy Gillespie και κατ’ επέκταση του κοινού της αίθουσας, μα είναι πέρα για πέρα τρομακτικές), η Apple και η Tesla χάρη στο αέναο ορυκτό ξεζούμισμα της Αφρικής, οι μνήμες του Κογκολέζου συγγραφέα In Koli Jean Bofane, η κορύφωση στη συνεδρίαση του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών όπου η Abbey Lincoln, o Max Roach, η Maya Angelou, η Rosa Guy, o Amiri Baraka και πόσοι ακόμη διαδήλωσαν κόντρα σε χρήσιμους ηλίθιους, πάνω στο αιώνιο «διαίρει και βασίλευε». Το παζλ των αποτρόπαιων διαπλοκών φτάνει μέχρι το MoMa, οι ζωντανές εκτελέσεις κοστολογούνται χαμηλά, είτε ο ρυθμός παίζει στο Cha Cha της Ανεξαρτησίας του Grand Kalle, είτε σε εκείνους των πολιτισμένων κονσέρτων του Goethe-Institute.
Αυτός ο «μπρος-πίσω» φιλμικός χείμαρρος, δεν προέκυψε ως μια διδακτική, γραφική εποπτεία. Είναι αιχμηρός και θα αποδειχθεί ανθεκτικά ωφέλιμος. Μπορείς να φύγεις από την αίθουσα και να τρέξεις γρήγορα στο ψηφιακό ή φυσικό ράφι που θα βρεις το δίσκο της εταρείας Candid, με τον τίτλο We Insist / Freedom Now Suite. Στο οπισθόφυλλο, το σημείωμα του Nat Hentoff, ξεκινά με τα λόγια του αφροαμερικάνου ακτιβιστή Asa Philiph Randolph, ενεργού πριν ακόμη του περίφημου Civil Rights Movement: «Μια επανάσταση ξεδιπλώνεται —η ανολοκλήρωτη επανάσταση της Αμερικής. Ξεδιπλώνεται σε εστιατόρια, λεωφορεία, βιβλιοθήκες και σχολεία —οπουδήποτε αρνείται κανείς την αξιοπρέπεια και το δυναμικό των ανθρώπων. Η νεολαία και ο ιδεαλισμός ξεδιπλώνονται. Πλήθη Αφροαμερικανών βαδίζουν στη σκηνή της ιστορίας και απαιτούν την ελευθερία τους τώρα!». Πόσο εύκολα μπορείς να μεθοδεύσεις τη χειραγώγηση και τον πνιγμό τέτοιων «ξεδιπλωμάτων» ελευθερίας! Ενόσω οι Αφροαμερικανοί πάσχιζαν στις ΗΠΑ ως «πολίτες» δεύτερης και τρίτης κατηγορίας, την ίδια στιγμή, στέλνονταν στην πατρίδα του ρυθμού, ως πνοή εκδημοκρατισμού σε jazz περιτύλιγμα.
Το Σάουντρακ για ένα Πραξικόπημα είναι αυτή η επείγουσα παιδευτική αλλά και σινεφιλική μαρτυρία, αδιάσπαστη από τη «σοβαρή όσο κι η ζωή σου» jazz που τη διαστίζει για δυόμιση ώρες. Η μεγάλη εικόνα για τα σημάδια στους λαούς της Μαύρης Ηπείρου υπήρξε και παραμένει ένα θέμα που δε μπορεί να θεωρείται λήξαν...