Πίσω στο 1961, ο Robert Zimmerman (Timothée Chalamet), όπως είναι το πραγματικό όνομα του Bob Dylan, αφήνει πίσω τη ζωή του στη Μινεσότα αναζητώντας το είδωλό του Wood Guthrie, έναν αστέρα της folk και της country που νοσηλεύεται σε ψυχιατρική κλινική της Νέας Υόρκης. Με μόνη περιουσία την κιθάρα του, γράφει τραγούδια μανιωδώς και διακατέχεται από μια απροσδιόριστη περιέργεια για περιπέτεια. Η δημιουργικότητα και το καλώς εννοούμενο θράσος της νεότητας τον μετατρέπουν σε έναν θαρραλέο 19χρονο που ψάχνει τον εαυτό του μακριά από συστολές και κόμπλεξ.

Στην κλινική, λοιπόν, μαζί με τον Guthrie (Scoot McNairy), γνωρίζει τον Pete Seeger (Edward Norton), μουσικό της country και πολιτικό ακτιβιστή, έναν άνθρωπο που κανείς τους δεν ξέρει ότι θα παίξει σημαντικό ρόλο στη μελλοντική του επιτυχία. Οι δύο μουσικοί εκπλήσσονται από την ερμηνεία του στο "A Song for Woody", που έγραψε ο ίδιος ο Dylan για τον Guthrie και σιγά σιγά μια λαμπρή καριέρα ανοίγεται για το νεαρό Bob.

Η αναγνώριση δεν αργεί. Αρχίζει να εμφανίζεται στα μαγαζιά του Greenwich Village και σε μουσικά φεστιβάλ. Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, τα άλμπουμ του χαίρουν θετικής ανταπόκρισης από τον τύπο της εποχή, το όνομά του θεριεύει και τα τραγούδια του αποκτούν σοβαρό κοινωνικό εκτόπισμα, εν μέσω θυελλωδών πολιτικών εξελίξεων. Γνωρίζεται με τη βασίλισσα της folk Joan Baez (Monica Barbaro), μπλέκουν σε ένα ερωτικό παιχνίδι γεμάτο από ανταγωνισμό και φιλοδοξία ενώ ταυτόχρονα συνάπτει σχέση με τη Suzy Rotolo, που απεικονίζεται στην ταινία ως Sylvie Russo (Elle Fanning).

Απολαμβάνοντας τη δημοτικότητα και την ελευθερία του, γράφει κάποια από τα εμβληματικά του τραγούδια όπως τα "Like a Rolling Stone", "Blowin’ in the Wind" και "The Times They Are A-Changin'". Αντιλαμβάνεται ότι σταδιακά γίνεται το μέσο μέσω του οποίου η folk ακουμπάει ευρύτερα ακροατήρια. Ωστόσο, η όλο και αυξανόμενη δημοφιλία τον βαραίνει και τον αποσπά από τους εσωτερικούς του στόχους. Αρχικά την παρατηρεί, αλλά στη συνέχεια επιχειρεί να την αντικρούσει μέσα από κραιπάλες και επιπλέον δημιουργία. Η συνειδητοποίηση ότι γίνεται μέρος ενός συστήματος, όπου η ταυτότητά του διαβρώνεται μέσα από τις προσδοκίες των άλλων, είναι άγρια αλλά τον ωθεί ακόμη πιο κοντά στο κέντρο του.

Με φυλαχτό τη φυσαρμόνικα του φίλου του πια και ειδώλου Guthrie αλλά και τα υποστηρικτικά λόγια του Johnny Cash, με τον οποίο αλληλογραφούν και βλέπονται στα festival που τους καλούν, ακολουθεί το όραμά του αδιαφορώντας για την παγίδα του «καλού παιδιού». Η επιστροφή στον πυρήνα του ψυχισμού και του έργου του είναι σημαντικότερη από τις εταιρίες και τους οπαδούς του. Επομένως, δε διστάζει να έρθει σε ρήξη ακόμα και με τους εγγύτερους του κύκλου του, που περιμένουν από εκείνον να είναι πάντα το κλασικό «καλό παιδί» της folk. Το σενάριο διανθίζεται από κάποιες μικρές αλλά γλαφυρές σκηνές που συμπληρώνουν αυτό το διακύβευμα, προσδίδοντας σιγανά την αύρα της πρωτοπορίας και της επαναστατικότητας που διατρέχουν τον τραγουδοποιό αλλά και την προσήλωσή του στην καλλιτεχνική του αποστολή.

Μέσα σε 4 χρόνια, ο Dylan δοξάζεται σαν θεός και έχει βιώσει μια πορεία που λίγοι έχουν διανύσει. Η ταινία κλείνει με την εμφάνιση στο folk festival του Newport και τη μεταπήδηση του τραγουδοποιού από τον ακουστικό folk ήχο σε ηλεκτρικά rock μονοπάτια. Η στροφή  του αυτή θεωρήθηκε ως «ξεπούλημα», ακόμα και από οικείους του και ήταν λόγος για τον οποίο αποδοκιμάστηκε και πέρασε ένα διάστημα που ο κόσμος τον έριξε από το βάθρο στα τάρταρα. Παρ’ όλα αυτά, εκείνος είναι έτοιμος για το τίμημα, αφού προτιμάει πάνω από όλα να μην προδώσει τον εαυτό του και την πραγματική του επιθυμία την κάθε στιγμή.

Στην οθόνη αποτυπώνεται, χωρίς φλυαρία, με απλότητα και μέτρο, το ταξίδι ενός μύθου που άλλαξε τη ροή της μουσικής ιστορίας και πάνω σε αυτόν βασίστηκε το κίνημα των hippies και πολλά ακόμα παρακλάδια που αναδύθηκαν στην πορεία. Βασισμένη στο βιβλίο "Dylan goes electric!" του Elijah Wald, η ταινία του James Mangold είναι μια αξιόλογη παρουσίαση του τότε Dylan μέσα από τα μάτια του ήρωα. Ίσως για αυτό σε κάποια σημεία αναφέρεται βιαστικά ή αινιγματικά, όπως το παρελθόν του πριν μετακομίσει στη Νέα Υόρκη, το πώς έγινε τόσο γρήγορα αποδεκτός στο κοινό της Νέας Υόρκης ή ακόμα και στον κοινωνικό αναβρασμό της εποχής, στον οποίο γίνεται λόγος αποσπασματικά. 

Πάντως είναι δύο τα γνωρίσματα της ταινίας που την κάνουν αξιοπρόσεκτη. Το πρώτο είναι είναι ότι επικεντρώνεται σε ένα σύντομο χρονικό διάστημα της καριέρας του Dylan, στα πρώιμα χρόνια που υπήρξαν για εκείνον καθοριστικά και διαμορφωτικά. Δεν αναλώνεται σε ένα καθολικό πορτρέτο που μοιάζει στο τέλος σαν διαδικτυακό αφιέρωμα όπως έχει γίνει με πολλές βιογραφικές ταινίες. To δεύτερο είναι ότι το κάδρο δεν περιορίζεται ολοκληρωτικά στον μεγάλο τραγουδοποιό αλλά αποδίδει ιδιαίτερη μνεία τόσο στην Joan Baez που μεσουρανούσε ήδη στη folk κοινότητα αλλά και στον Pete Seeger.

Ήταν η αμερόληπτη, γενναιόδωρη και φιλόμουση στάση ανθρώπων σαν τον Pete Seeger που έσυραν τη βιομηχανία ένα βήμα παραπέρα. Τέτοιοι άνθρωποι υπήρξαν υποστηρικτικοί προς τους συναδέλφους τους, συνέβαλαν τα μέγιστα σε διοργανώσεις, εκδηλώσεις και γενικά στην εδραίωση συμπαγών σκηνών που σταδιακά κατέληξαν στην κουλτούρα του rock n' roll, που ομολογουμένως υπήρξε ένα από τα κινήματα που άφησαν ανεξίτηλο σημάδι στον κόσμο.

Αξίζει αυτή η αφήγηση για τις πρώτες ημέρες μιας φυσιογνωμίας που έφτασε μέχρι και την απονομή του Νόμπελ Λογοτεχνίας το 2016, στην οποία δεν παρευρέθηκε! Τυχαίο; Όπως δείχνει το σήμα από το παρελθόν, μάλλον όχι...

H υποψήφια για 8 βραβεία Οσκαρ ταινία The Complete Unknown προβάλλεται στους κινηματογράφους από την Feelgood.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured