Ο William Lee περιπλανιέται στην Πόλη του Μεξικού των ‘50s σαν ένας επισκέπτης από άλλη διάσταση: εθισμένος στην ηρωίνη, αμετανόητος πότης και καπνιστής μέχρι εσχάτων, διαρκώς σε εγρήγορση και πάντοτε με την αίσθηση πως κουβαλάει κάτι πολύ βαρύ μέσα του. Λαχταρά τη σωματική επαφή και σαν ένα λαβωμένο αρπακτικό την αναζητά με κάθε ευκαιρία και σε κάθε φτηνό club της πόλης. Θρηνεί βουβά για την απώλεια των ετών που πέρασαν και δεν ξαναγυρίζουν πίσω, καταλήγοντας να αγκαλιάζει τη μοναξιά του με τρόπο δυσβάσταχτο για εκείνον. Η επιθυμία όμως και η λαχτάρα που τόσο έντονα αναζητούσε τον κατακλύζουν στην πρώτη θέαση του Eugene Allerton, έναν αινιγματικό όμορφο νεαρό απόστρατο, με τον οποίον άθελά του διασταυρώνει βλέμματα.
Το μυθιστόρημα με το alter ego του William Burroughs γράφτηκε το 1952 αλλά έκανε ντεμπούτο στα βιβλιοπωλεία το 1985 – όταν και ο ίδιος ένιωσε επιτέλους έτοιμος να το εκδώσει, καθότι γράφτηκε σε μια άσχημη προσωπική περίοδο για εκείνον (όταν σε κατάσταση μέθης πυροβόλησε κατά λάθος και σκότωσε την σύζυγό του Joan Vollmer, κατά τη διάρκεια ενός party).
Ο Allerton δεν νιώθει την πίεση που αισθάνεται διαρκώς ο Lee: ο χρόνος είναι με το μέρος του, οι επιλογές του έχουν τις ευλογίες της νιότης και οι όποιες του πληγές τείνουν να επουλώνονται πολύ πιο εύκολα, από εκείνες του μεσήλικα και διαρκώς «στημένου στον τοίχο» Lee. Όμως, ο Lee έχει κατακτήσει ένα επίπεδο ενσυναίσθησης που δεν τον καθιστά σε έναν ακόμα τυχοδιώκτη ηδονιστή, σαν τους περισσότερους φίλους του (που πνίγουν τις ανάγκες και εμμονές τους στις φθηνές τεκίλες και τον αγοραίο έρωτα). Είναι, όπως διατείνεται και ο ίδιος, ένας «ασώματος», κάτι άυλο – όχι queer, όπως υποστηρίζει, αλλά ένα πνεύμα «διαμελισμένο» από μια παλλόμενη εσωτερική καταπίεση, η οποία δεν ταυτίζεται απόλυτα με τη σαρκική επιθυμία αλλά με τη συναισθηματική, την αυθεντικά ερωτική.
Ο Luca Guadagnino δεν μοιάζει, εκ πρώτης όψεως, με τον σκηνοθέτη που έρχεται κατευθείαν στο μυαλό ως πειστικός ερμηνευτής του Burroughs. Οι ταινίες του είναι ταινίες ανέκαθεν υπέρ-στυλιζαρισμένες και ελκυστικές στο μάτι, με πρωταγωνιστές όμορφους και φωτογενείς ηθοποιούς. Κατανοώντας όμως σε ένα βαθύτερο πλαίσιο το βιβλίο του Burroughs και χωρίς να απωλέσει την ιδιαίτερη σκηνοθετική του ταυτότητά, ο Ιταλός σκηνοθέτης καταφέρνει και το φέρνει επιτυχώς στα μέτρα του. Η χρήση μινιατούρων και παρόμοιων πρακτικών εφέ, το ονειρικής -τεχνητής υφής CGI και φυσικά τα γυρίσματα στα studio της Cinecitta κάνουν το Queer να μοιάζει διαρκώς σαν ένα ξεθωριασμένο όνειρο, μια μακρινή και απόκοσμη pastel πραγματικότητα ενός ψυχεδελικού τριπαρίσματος αγωνίας, μοναξιάς και εσωτερικευμένων καταπιεσμένων συναισθημάτων που πασχίζουν να βρουν μια ρωγμή για να ξεπηδήσουν προς τα έξω.
Κάθε κίνηση του Lee προς τον Allerton περιέχει έναν ενθουσιώδη αυθορμητισμό αλλά και εγκράτεια, σαν να φοβάται μην γκρεμίσει ότι πάει να χτίσει – δύο διαμελισμένοι άνθρωποι που ίσως συμπληρώσουν ο ένας τον άλλον και στο τέλος καταφέρουν να γίνουν ένα σώμα. Για να επιτευχθεί όμως αυτό, ο Lee έχει συμφιλιωθεί με την ιδέα πως θα πρέπει να περπατήσουν στην άκρη του ασυνείδητου και του αγνώστου, καθώς η εμμονή του με την ανακάλυψη ενός ψυχοτρόπου φυτού στα βάθη της ζούγκλας (μια ανάγκη να αγγίξει το ακατόρθωτο που ταυτίζεται με την εσωτερική του πάλη για αποδοχή και αγάπη) γίνεται η αφορμή για το οδοιπορικό των δύο αντρών σε κάτι που θα τους φέρει μπροστά σε έναν παραμορφωτικό καθρέπτη της ψυχής τους.
Η έμπνευση του Guadagnino να κινηθεί αυτόνομα στο δεύτερο μισό της ταινίας και να δώσει ένα δικό του φινάλε στο βιβλίο αλλάζει άρδην (τόσο τονικά, όσο και υφολογικά ή αφηγηματικά) την ταινία και την μετατρέπει σε μια παράτολμη κατάβαση στο ναδίρ του συναισθηματικού ασυνείδητου του Lee. Ο Ιταλός σκηνοθέτης βρίσκεται αρχικά κάπως εκτός των «νερών» του στο τρίτο μέρος της ταινίας, το οποίο δεν ισορροπεί απόλυτα με τα δύο πρώτα της μέρη και δεν πετυχαίνει την ιδεατή κορύφωση που ίσως να είχε στο νου του εξαρχής ο σκηνοθέτης. Αυτό βέβαια μέχρι την εξαιρετική κατακλείδα – ένα ψυχεδελικό ταξίδι πολλαπλών αναγνώσεων (με την πιο πειραματική διάθεση που έχει επιδείξει ο Guadagnino μέχρι σήμερα), κατά το οποίο οι δύο πρωταγωνιστές ανοίγουν τις πύλες της αυτογνωσίας και χάνονται ολοκληρωτικά μέσα της.
Ιδανικοί σύμμαχοι του Guadagnino σε όλο αυτό το εγχείρημα είναι σταθερά οι Trent Reznor και Atticus Ross στο υπνωτιστικό soundtrack της ταινίας, η χρήση διαφόρων αναχρονιστικών τραγουδιών (αλλά και μερικών εναλλακτικών εκτελέσεών τους) και φυσικά ο Daniel Graig: παραδομένος ολοκληρωτικά και αμετανόητα σε μια ερμηνεία καριέρας, ο (ευτυχώς) πρώην 007 είναι ισοπεδωτικός, σε έναν ρόλο που δεν γνωρίζει όρια – μια σπαρακτική οντότητα που παλεύει διαρκώς με όλα της τα συναισθήματα και τρεκλίζοντας κάθε φορά, απλώνει το χέρι της για αγάπη και αποδοχή.
Ο Luca Guadagnino κάνει συνολικά μια εξαιρετική δουλειά στη μεταφορά ενός πολύ δύσκολου μυθιστορήματος ενός από τους πρωτεργάτες της beat λογοτεχνίας – ακόμα και εάν ανά στιγμές δυσκολεύεται να τιθασεύσει ένα τόσο ιδιαίτερο και σύνθετο κείμενο. Το Queer είναι σε τελική ανάγνωση ο καθρέπτης του καθενός, όλοι σώματα που μοιάζουν διαμελισμένα και αναζητούν πληρότητα και αγάπη με τρεμάμενες φωνές, αδέξιες επιδιορθώσεις των ατημέλητων μαλλιών τους, ιδρωμένα μέτωπα και υγρά μάτια.