Ο ρόλος του σινεμά και εν γένει των οπτικοακουστικών τεχνών, στις οποίες ανήκουν και οι σειρές, είναι να συνδιαλέγονται με τις ζυμώσεις που πραγματοποιούνται στην κοινωνία, να θέτουν καίρια ερωτήματα και να αλληλοεπιδρούν με την κατανόηση τόσο του κόσμου γύρω μας αλλά και με όσα συμβαίνουν μέσα μας. Φυσικά, με τους ρυθμούς και την ποιότητα ζωής αυτή τη στιγμή σε μεγάλη μερίδα του κόσμου, η καθαρά ψυχαγωγική και διασκεδαστική πλευρά του μέσου έρχεται σε πρώτο ρόλο, ωστόσο για παραγωγές όπως το Adolescence είναι ξεκάθαρο πως το ζητούμενο είναι το κοινωνικό σχόλιο και η ανάδειξη ενός ζητήματος το οποίο είναι πλέον πολύ πιεστικό για να μείνει στην αφάνεια και που σειρά άρθρων και αναλύσεων γράφονται για αυτό. Μιλάμε για την ορμώμενη από το μίσος ροπή των νέων αγοριών προς την βία και την αίσθηση αποξένωσής τους από το κοινωνικό σύνολο.
Αν κυκλοφορήσεις οπουδήποτε αυτές τις μέρες - στους δρόμους, στις πλατείες, στα μέσα μεταφοράς – θα πετύχεις παρέες ανήλικων μαυροφορεμένων αγοριών που θαρρείς πως ανά πάσα στιγμή είναι έτοιμα να προβούν σε παραβατική συμπεριφορά, σαν να αναζητούν κάποια αφορμή για να βιαιοπραγήσουν. Είναι τα ίδια αγόρια που έχουν γαλουχηθεί από τις ιδέες του Joe Rogan και του Andrew Tate, θεωρώντας πως η δική τους μορφή εφηβικής επανάστασης είναι να ανακτήσουν μια μορφή αρρενωπότητας που πιστεύουν πως το σύστημα και η κοινωνία πήραν με δόλο μακριά. Και καθώς η πραγματική πολιτική είναι η αντανάκλαση και ο καθρέφτης όσων συμβαίνουν στη βάση της κοινωνίας, αυτό είναι ένα πρόβλημα που πια πιέζει τις πολιτικές εξελίξεις ανά τον κόσμο.
Τόσο η εκλογική νίκη του Donald Trump στις ΗΠΑ όσο και σειρά εκλογικών αναμετρήσεων στην Ευρώπη, με αποκορύφωμα τις πρόσφατες ομοσπονδιακές εκλογές στην Γερμανία, κατέδειξαν πως υπάρχει μια μεγάλη διαφορά στις πολιτικές προτιμήσεις των νεότερων ηλικιών, με τους νεαρούς άνδρες να στρέφονται στην ακροδεξιά και σε κόμματα, παρατάξεις και πρόσωπα που επιλέγουν τη ρητορική μίσους, ενώ οι νεαρές γυναίκες πραγματοποιούν επιλογές από τον χώρο της Αριστεράς. Αυτή η δομική διαφορά είναι πολυπαραγοντική και έχει πολλές αιτίες, κινδυνεύει όμως να γκρεμίσει τα θεμέλια των ελευθεριών και κοινωνιών που γνωρίσαμε στον δυτικό κόσμο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Το Adolescence, λοιπόν, δεν προσφέρει καμία παραπάνω γνώση στη συζήτηση γύρω από αυτό το θέμα. Η μίνι σειρά τεσσάρων επεισοδίων του Netflix μοιάζει να έχει καλή πρόθεση, όμως η επίγευση που σου αφήνει είναι πως το αποτέλεσμα δεν διαφέρει από την αφορμή της δημιουργίας της. Οι Jack Thorne και Stephen Graham αποφάσισαν να δημιουργήσουν τη σειρά διαβάζοντας τις ειδήσεις για την εκτίναξη των εγκλημάτων με μαχαίρι στην Βρετανία, και χωρίς να πάρουν χρόνο για να επιλέξουν μια ματιά πάνω στο συγκεκριμένο ζήτημα που θα θέσει ερωτήματα ικανά να οδηγήσουν σε απαντήσεις ή να αποδώσουν αίσθηση διαχρονικότητας, το Adolescence λειτουργεί περισσότερο σαν να διαβάζεις μια είδηση στην streaming πλατφόρμα σου.
Το σκηνοθετικό εύρημα του Philip Barantini όλα τα επεισόδια να είναι γυρισμένα με μονόπλανο προσδίδει μεν αμεσότητα και εντυπωσιασμό, αλλά λειτουργούσε πιο οργανικά στην προηγούμενη συνεργασία του με τον Graham στο Boiling Point, αποδίδοντας την πραγματικότητα μιας επαγγελματικής κουζίνας σαν μια κινηματογραφική κρίση πανικού. Μετά το πρώτο επεισόδιο το μονόπλανο μοιάζει περισσότερο με άσκηση παρά με την κάμερα να υπηρετεί ουσιαστικά τις ανάγκες της πλοκής, ώστε ακόμη και αν παραμένει ο λόγος που γραπώνει την προσοχή σου, να μην δίνεται η απαραίτητη έμφαση στο περιεχόμενο.
Το κεφάλαιο με την ψυχολόγο που είναι και αυτό που έχει ξεχωρίσει και φαντάζει ως το κεντρικό της αφήγησης (και είναι το πρώτο που γυρίστηκε χρονικά) είναι έντονο συναισθηματικά με εξάρσεις που σε σημεία είναι δύσκολο να τις παρακολουθήσεις, και η γεμάτη αυτοσχεδιασμούς δουλειά της Erin Doherty και του πρωτοεμφανιζόμενου Owen Cooper είναι τουλάχιστον αξιέπαινη, ωστόσο αυτό που πετυχαίνει είναι να φωνάζει δυνατά το πρόβλημα με έναν ενίοτε χοντροκομμένο τρόπο που θαρρείς δεν ταιριάζει στο συγκεκριμένο ζήτημα.
Ακόμη όμως και αν υπάρχουν εδώ ενδιαφέροντα στοιχεία για να ξεκινήσει μια κουβέντα, το αμέσως επόμενο και τελευταίο κεφάλαιο έρχεται και καταρρίπτει τα πάντα. Έτσι και αλλιώς το εγχείρημα πολύ νωρίς σταματά να ενδιαφέρεται για το ποιος έκανε τη δολοφονία και δοκιμάζει να εστιάσει στους λόγους που οδήγησαν σε αυτή, αλλά επιλέγοντας να εστιάσει στους γονείς στον επίλογό του, μέσα από την κορύφωση του επεισοδίου και στον διάλογό τους στην κρεβατοκάμαρα, δείχνει πως συμπάσχει με τον ηθικό πανικό των γονιών και είναι εξίσου αποξενωμένο με την ψυχοσύνθεση των εφήβων αγοριών όσο και ο Jamie με τον κόσμο γύρω του. Στο τέλος, είναι μια σειρά που αδυνατεί να εισέλθει στον πυρήνα του κεντρικού της θέματος.
Το ζήτημα με το οποίο καταπιάνεται το Adolescence είναι επιτακτικό, αλλά αυτό λίγο-πολύ είναι κάτι που το γνωρίζουμε και το βλέπουμε ήδη. Επιλέγοντας να το παρουσιάσει μέσα από τέσσερα μονόπλανα που κινούνται σε φρενήρεις ρυθμούς, προκρίνει αυτή την επιτακτικότητα, δίχως την στοχαστικότητα και την ενδοσκόπηση που θα οδηγούσαν σε αποκρυστάλλωση συγκεκριμένων απαντήσεων. Οι συζητήσεις που δημιουργεί έχουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον από την ίδια τη σειρά, αλλά δεν έκανε και πολλά για να τις κατευθύνει προς κάποια συγκεκριμένη κατεύθυνση.