Όσο κι αν άκουγα και ξανάκουγα το soundtrack του 2ου Trainspotting, τόσο δυσκολευόμουν να πω ότι μου αρέσει ή πως βρίσκω κάποια συνάφεια μεταξύ των κομματιών. Περιμένοντας και την ταινία να βγει, η αλήθεια είναι ότι ήμουν αρκετά καχύποπτος και συγκρατημένος σχετικά με το τι να περιμένω από την ιστορία κάμποσων παλαβών Σκωτσέζων, 20 χρόνια μετά.
Ευτυχώς, η σκέψη ότι ένα soundtrack φτιάχνεται για να συνοδεύσει τις εικόνες και την πλοκή ενός κινηματογραφικού φιλμ –οπότε είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με αυτές– ορθά επικράτησε. Κι έτσι, βγαίνοντας από την αίθουσα του σινεμά, τα πράγματα μπήκαν στη θέση τους.
Το διαολεμένο εκείνο συναίσθημα που ονομάζεται νοσταλγία και που (κακά τα ψέματα) τόσο πολύ κινητοποιεί τον εσωτερικό κόσμο των ανθρώπων –ιδίως όσο μεγαλώνουν– έδρασε καταλυτικά. Κι έτσι μια άτεγκτη και ψυχρά αντικειμενική προσέγγιση μπορεί να πάει περίπατο και για όσο κρατάει το φιλμ (άντε και για λίγο ακόμα) να μετατραπεί σε γλυκόπικρα χαμόγελα αμηχανίας ή ευχαρίστησης, συναισθηματικά φλας μπακ σαν αυτά της ταινίας και αποδοχή ή άρνηση των πεπραγμένων στην 20ετία που βρίσκεται ανάμεσα στο 1996 και το 2017: τόσο για τους ήρωες στο πανί, όσο και για τους θεατές, ανάλογα με την ηλικία τους βέβαια.
Το χάρηκα το T2 Trainspotting. Χάρηκα που ξαναείδα τον Spud και τον Mark Renton. Κι ας μη γίνανε μεγάλοι και τρανοί, κάθε άλλο. Και δεν το περίμενα. Ενώ μου μύριζε αρπαχτή, τελικά, ως επί τω πλείστων η ματιά είναι ανθρώπινη, οι ήρωες εξίσου τρελαμένοι –απλά με 20 επιπλέον χρόνια στην πλάτη– και τα τερτίπια της μοίρας για ακόμα μία φορά ανατρεπτικά. Μακάρι λοιπόν σε μια 20ετία να γίνει πράξη η απάντηση του Ewen Bremner (Spud) σε ερώτηση για το αν θα υπάρξει και 3ο μέρος: «Ωραίο θα ήταν, αρκεί να μη γίνει μόνο και μόνο για να εξαργυρώσουμε την επιτυχία του πρώτου μέρους».
Στα καθαρά μουσικά, τώρα, το μενού έχει πολλές επιλογές.
Τα σύγχρονα κομμάτια κυρίως, αλλά και δύο ρεμιξαριμένα, δεν έχουν αυτό που θα λέγαμε λείες και στρογγυλεμένες άκρες. Είναι γρήγορα, έντονα, και χοντροκομμένα, όμως η αφήγηση αφορά την εργατική τάξη του Εδιμβούργου (με λιγότερες ζωές πλέον για να περάσει τις πίστες), σε συνδυασμό με τις καταιγιστικές ταχύτητες του σήμερα. Πώς αλλιώς θα μπορούσαν λοιπόν να είναι;
Τα κομμάτια των Queen ("Radio Ga Ga"), Clash ("White Man Ιn Hammersmith Palais") , Blondie ("Dreaming") και Frankie Goes To Hollywood ("Relax") είναι τόσο δοκιμασμένα μέσα στον χρόνο, ώστε δεν νομίζω ότι χρειάζεται να προσθέσω εγώ κάτι σχετικά με αυτά.
Οι εναλλακτικοί και πολυεθνικοί χιπχοπάδες Young Fathers εκπροσωπούνται με 3 κομμάτια, οι Prodigy κάνουν πιο βρώμικα και phat τα beats του "Lust For Life" (του Iggy Pop), οι Wolf Alice γεμίζουν με dream pop ψίθυρους την ατμόσφαιρα κι ο Jason Nevins καγκουρεύει κάμποσο το "It’s Like That" των Run DMC. Οι κωμικοί Rubberbandits λένε τα δικά τους με χαρακτηριστική ιρλανδέζικη προφορά, οι Fat White Family προσθέτουν την απαραίτητη δόση ψυχεδέλειας κι ο High Contrast ακροβατεί ανάμεσα στο big beat και στην pop. Τέλος, οι Underworld είναι για άλλη μια φορά ο εαυτός τους και το αποδεικνύουν, είτε μινιμαλιστικά μέσα από τον βαθιά συγκινητικό και εξομολογητικό μονόλογο του Spud, είτε επανεπισκεπτόμενοι το "Born Slippy", με ικανοποιητικό αποτέλεσμα.
Νομίζω, πάντως, πως ήρθε η ώρα όλοι όσοι κάποτε κάνανε χάζι και χαβαλέ με τις καραφλοκοτσίδες και τις μυτερές μπότες εκείνων που άκουγαν Deep Purple και Uriah Heep να ετοιμάζονται για τη σειρά τους. Δεν αργεί δηλαδή η στιγμή (αν δεν είναι ήδη εδώ) που ατάκες του τύπου «Πού θα πάμε να τα σπάσουμε θείο/α;» και «Πώς ήταν στα raves ή στη συναυλία των Radiohead;» θα εκτοξεύονται προς όλες τις κατευθύνσεις. Κι αυτή τη φορά θα είναι τα adidas spezial και τα στρατιωτικά τζάκετ στον ρόλο του αμήχανου παρατηρούμενου.
Τελικά αυτό το ρημάδι το “Choose Life”, θα είναι πάντα επίκαιρο.
{youtube}2PdYvkaYsaU{/youtube}