Οι Broadcast σχηματίστηκαν το 1995 ως κανονική μπάντα και από το 2005 και μετά συνέχισαν κατά βάση ως ντουέτο, αποτελούμενο από την Trish Keenan και τον James Cargill. Η πρώτη πέθανε αιφνίδια τον Γενάρη του 2011, αφήνοντας την παγκόσμια μουσική κοινότητα ολίγον σύξυλη, μιας και οι Broadcast ήταν ένα από τα γκρουπ που ένωναν περίτεχνα –και αξιοζήλευτα– το παρελθόν με το μέλλον, χρωματίζοντας έντονα με την παρουσία τους τόσο τα 1990s, όσο και τα '00s.
Στο soundtrack της ταινίας Berberian Sound Studio (2013), ο Cargill αναγκάστηκε λοιπόν να συνεχίσει μόνος την ανολοκλήρωτη δουλειά που άφησε στη μέση ο θάνατος της Keenan. Ήταν και η τελευταία φορά που υπήρξε διαθέσιμο κάτι από τους Broadcast, έστω και μέσα από αυτήν την περίεργη, συγκυριακή μορφή.
Φέτος, έκαναν την επίσημη εμφάνισή τους οι Children Of Alice: ένα γκρουπ που πήρε το όνομά του από την περίφημη Αλίκη (της Χώρας των Θαυμάτων), ηρωίδα την οποία αγαπούσε ιδιαίτερα η Trish Keenan –κυρίως στην τηλεοπτική της 1960s εκδοχή, που έστησε ο Jonathan Miller. Αν και δραστήριοι από το 2013 ως μέρος της κολεκτίβας Folklore Tapes, οι James Cargill, Roj Stevens (κιμπορντίστας στους Broadcast) & Julian House (συνιδρυτής της σπουδαίας εταιρείας Ghost Box και ιθύνων νους του πρότζεκτ The Focus Group), κυκλοφόρησαν το ντεμπούτο τους πριν κάποιες μέρες στη Warp. Κι αυτό, από μόνο του, αποτελεί αξιοσημείωτο γεγονός.
Με 4 συνθέσεις (η μία εκ των οποίων παρά κάτι 20άλεπτη), το σύμπαν των Children Of Alice βρίσκεται χαρακτηριστικά πιο κοντά στις συνεργασίες των Broadcast με τους Focus Group –αλλά με ακόμα λιγότερη φόρμα στις συνθέσεις– ή στο προαναφερθέν soundtrack της σύγχρονης cult ταινίας τρόμου, καθώς και στην ευρύτερη library music· τόσο της Ghost Box, όσο και του κλασικού BBC Radiophonic Workshop ή άλλων συνθετών και φορέων.
Κλάξον, ρολόγια-κούκοι, χαχανίζουσες κορασίδες, κάθε λογής κουδούνια, μαστίγια, ήχοι, μελωδίες και ρυθμοί που θα μπορούσαν άνετα να έχουν ξεπηδήσει από το κεφάλι του Raymond Scott (ξακουστού πρωτομάστορα μουσικών για κινούμενα σχέδια και λοιπών ηχητικών επενδύσεων), συνδυάζονται με το (έτσι κι αλλιώς ψυχεδελικό) folk baroque και σε γενικές γραμμές όχι ιδιαίτερα προσδιορίσιμο υπόβαθρο των Children Of Alice. Δημιουργώντας ένα κολάζ ήχων που δεν είναι εύκολο ούτε να το αξιολογήσεις, ούτε να το κατηγοριοποιήσεις.
Για να είμαστε ειλικρινείς, δεν είναι και τόσο αναμενόμενο ή συμβατικό να βάλει κανείς να ακούσει library music (music concrète, hauntology, field recordings και λοιπές πειραματικές εκφάνσεις) με τις ώρες. Κάλλιστα, αποσπάσματα μπορούν να χρησιμοποιηθούν με επιτυχία σε mixtapes, soundracks, παραστάσεις ή καλλιτεχνικές εγκαταστάσεις. Αρκετές φορές, επίσης, από μουσικό ενδιαφέρον και με εκπαιδευμένο (ή επίμονο) αυτί, μπορεί να αφεθείς στον κόσμο τους και να τον βρεις και ιδιαίτερα ελκυστικό. Αν θέλουμε να μιλήσουμε όμως για μία «μέση» πραγματικότητα, ο τόσο μεγάλος όγκος των σχετικών κυκλοφοριών συχνά με κάνει να αναρωτιέμαι αν όλοι αυτοί οι μουσικοί μπορούν να γράψουν ένα λιτό και όμορφο pop κομμάτι. Ας μη ξεχνάμε άλλωστε πως το κύριο συστατικό της επιτυχίας των Broadcast ήταν ο διαστρεβλωμένος τρόπος με τον οποίον μασκάρευαν την pop «καρδιά» τους.
Εν κατακλείδι, πάντως, δεν θα χάσει κανείς τίποτα ακούγοντας το ντεμπούτο των Children Of Alice, είτε γιατί είναι θαυμαστής των Broadcast και θέλει να αναμοχλεύσει τα παλιά, είτε γιατί επιθυμεί να ανακαλύψει κάτι διαφορετικό (αν και ο κατάλογος της Ghost Box έχει πολύ πιο ενδιαφέροντα ακούσματα), είτε γιατί απλά είδε φως και μπήκε.
Ακούστε ένα δείγμα γραφής εδώ