Στις αρχές του 1962, δυο κολλητοί παθιασμένοι με τα αμερικάνικα blues, παρακολουθούν εκστασιασμένοι μια εμφάνιση του σχήματος του κιθαρίστα Alexis Korner σε ένα λονδρέζικο club. Οι δυο νεαροί ήταν ο Mick Jagger και ο Keith Richards, οι οποίοι λίγους μήνες αργότερα θα δώσουν την πρώτη δική τους συναυλία, ως Rolling Stones. 54 χρόνια μετά, οι ίδιοι άνθρωποι –παρέα με τον Charlie Watts και τον Ron Wood– κλείνονται για 3 μέρες στο στούντιο και ηχογραφούν το Blue & Lonesome, αντλώντας από την ίδια αστείρευτη πηγή, τα blues του βαθύ Νότου, του Δέλτα και του Σικάγο. Πρόκειται για τον μόλις 2ο δίσκο των Stones που περιέχει αποκλειστικά διασκευές (ο πρώτος ήταν το The Rolling Stones του 1964) και τον πρώτο τους που αποτελείται από 100% blues υλικό.
Οι Stones ήρθαν σε επαφή με αυτούς τους ήχους στα τέλη της δεκαετίας του 1950, στην Αγγλία. Η καταπιεσμένη λαγνεία και ο φτωχικός καημός των σκληρών και αδικημένων μαύρων αρσενικών, ακουγόταν σαν μια ξένη γλώσσα που ήθελαν να μάθουν. Αποπειράθηκαν λοιπόν να σερβίρουν ξανά στην Αμερική τα καλοχωνεμένα riffs της γόνιμης παράδοσης της βαμβακοφυτείας, με τον Jagger να μασάει ηδονικά τις λέξεις και τον Richards να ασελγεί στις φόρμες του Muddy Waters. Αν υπάρχει ένα αληθινό επίτευγμα στο φετινό Blue & Lonesome, είναι ότι μπορούν ακόμη σε κάνουν να αισθάνεσαι άχρονος ακροατής, με τη δυνατότητα να ταξιδεύεις με τη δική σου χρονοκάψουλα στο Μέμφις και στο Τενεσσί της δεκαετίας του 1940.
Η περικυκλωτική παρουσία του hype που κουβαλάει η μπ(ρ)άντα των Stones και η ασφυξία της απροβλημάτιστης κριτικής είναι συνήθως αδιόρατη γκιλοτίνα πάνω από τα κεφάλια των δυσκίνητων δισκογραφικά Jagger & Richards. Όμως εδώ έχουμε να κάνουμε με ενστικτώδεις ηχογραφήσεις, που δεν τάζουν «μεγαλεία». Αντιθέτως, η μπάντα προβαίνει σε μια ειλικρινή συνδιαλλαγή με τις ρίζες της, στεκόμενη με χάρη και αξιοπρέπεια απέναντι στις λυσσαλέες ανάγκες όσων δηλώνουν έτοιμοι να τους ξεγράψουν με ηλικιακά κλισέ και κυνισμό περί ρεβιζιονισμού. Από την αλανιάρα τυπολογία του "Shake 'Em Οn Down" και τη ρυθμική βρωμιά του “Commit A Crime”, ο Richards με την ασίγαστη όρεξή του αγκαλιάζει τη μελωδική συμμετρία και ο Jagger, με έκφυλο coolness, εκφέρει μοναδικά στίχους όπως «call the plumber darling, must be a leak in my drain».
Πρόθυμος αρωγός ο Eric Clapton, ο οποίος κοσμεί με τα σόλο του κομμάτια όπως το "Everybody Knows About My Good Thing" του Little Johnny Taylor, που ακούγεται με διασταύρωση των blues και της soul, σε κάποιον σκονισμένο δρόμο στην καρδιά της Λουιζιάνα. Ακούστε τις κραυγές πάνω στα μονότονα μα εύστροφα hooks του "All Οf Your Love", την πνιγμένη στο μπέρμπον απελπισία του “Little Rain” ή τη φυσαρμόνικα που ηχεί σαν εκτροχιασμένη αμαξοστοιχία στο “I Gotta Go”. Οι άνθρωποι που για χρόνια φέρονται όχι σαν μουσικοί αλλά σαν μέτοχοι μιας επικερδούς επιχείρησης, δεν επιτρέπουν να παρεισφρήσει ούτε στιγμή η υποψία δεσμεύσεων συμβολαίου και παραγγελιάς. Δεν υπάρχει δηλαδή η άβολη αίσθηση του προμελετημένου –στα δικά μου μάλιστα αυτιά, οι Stones ακούγονται εδώ νεότεροι απ' ότι στο A Bigger Bang του 2005 (για να μην πω και από το Voodoo Lounge του 1994).
Το άλμπουμ ηχογραφήθηκε σε 3 μόλις μέρες και έτσι πολλά τραγούδια βγήκαν μονοκοπανιά, με αποτέλεσμα να αισθάνεσαι ότι οι Rolling Stones κοιτάζονταν στα μάτια και (επιτέλους) έπαψαν να παίζουν από την κορυφή του βουνού. Οι ίδιοι γνωρίζουν καλά άλλωστε ότι τα blues αγγίζουν το μέγιστο δυνατό εκτόπισμά τους όταν είναι απογυμνωμένα και όχι όταν βομβαρδίζονται από υπερπαραγωγές. Διασκευάζοντας λοιπόν τους δίσκους 45 στροφών των Magic Sam, Little Walter και Bukka White, οι Stones μειδιάζουν απέναντι στις απελπισμένες πλατφόρμες κατανάλωσης μουσικής, σε έναν δίσκο που, αντίθετα με τον τίτλο του, είναι γεμάτος ζωή και αναβλύζουσα χαρά.
Φυσικά και θα προτιμούσα αυτόν τον ενθουσιασμό από τη συγκεκριμένη φλέβα έμπνευσης να τον εφάρμοζαν σε ένα set από αυθεντικές συνθέσεις, αλλά, όπως μας έχουν συμβουλεύσει παλιότερα, «you can’t always get what you want».
{youtube}qEuV82GqQnE{/youtube}