Με μια πορεία πλήρη σε δυναμική μέχρι το 2011, οι (πρώην Κολομβιανοί, νυν Αμερικανοί) Inquisition, κατάφεραν –απολύτως δίκαια– να βγουν από τα στενά πλαίσια του underground, παρουσιάζοντας μια εκδοχή του ήχου των πρώιμων Immortal, φιλτραρισμένη μέσα από ένα πρίσμα μονοτονίας και κοσμικής αδιαφορίας.
Τα τελευταία 3 χρόνια, όμως, το συγκρότημα μας άφησε μια πικρή αίσθηση. Και αν η χαμηλή ποιότητα του προηγούμενου δημιουργήματός τους Obscure Verses From The Multiverse (2013) ήταν αναπόφευκτη και κατανοητή μετά από ένα σερί 5 πολύ καλών δίσκων, η προσπάθεια του Dagon να αποποιηθεί τον όρο του «φιλο-Ναζί» δεν έπεισε απόλυτα, με αποτέλεσμα το όνομα της μπάντας να μην μείνει άσπιλο, χωρίς βέβαια αυτό να αφορά άμεσα τη μουσική ή τους στίχους, που ποτέ δεν είχαν πολιτική απόχρωση.
Όπως και να έχει, 3 χρόνια μετά το ομολογουμένως μέτριο προηγούμενο άλμπουμ, οι Inquisition επιστρέφουν με το ουρανογραφικά τιτλοφορούμενο Bloodshed Across The Empyrean Altar Beyond The Celestial Zenith, το οποίο δείχνει από τις πρώτες κιόλας νότες πως το δίδυμο Dagon & Incubus βρίσκεται πίσω στο μονοπάτι της μαγικής έμπνευσης. Στέκομαι στο πρώτο κανονικό κομμάτι “From Chaos They Came” ως χαρακτηριστικό παράδειγμα: με την καταιγιστική έναρξη και τις επακόλουθες ασκήσεις στην παραμορφωμένη μονοτονία, παρασέρνει τα πάντα στο πέρασμά του, θυμίζοντας πως το black metal είναι ίσως το πλέον ιδανικό είδος για το ποιοτικό «τέντωμα» του μινιμαλισμού.
Μοιρασμένος σχεδόν ισόποσα ανάμεσα στο καταιγιστικό, στο στοχαστικό και στο τελετουργικό στοιχείο, ο δίσκος μοιάζει με μεγαλεπήβολο κοσμικό ξόρκι. Ένα ξόρκι φερόμενο επί κιθαρών με αχαλίνωτη διάθεση και ανάπτυξη άλλοτε μακρόσυρτη και άλλοτε κοφτή, thrash-ίζουσα. Οι Immortal σιδηροδρομισμοί δηλώνουν το παρών και, σε συνδυασμό με την ξερή χροιά της φωνής του Dagon, υπενθυμίζουν την κύρια επιρροή της μπάντας. Η οποία φωνή είναι ο έτερος φορέας του ξορκιού, ο πλέον άμεσος. Ο τρόπος που επιλέγει ο Dagon να απαγγείλει, είναι σαφώς τελετουργικός: κοφτές φράσεις, σαν επωδοί μαγγανείας· φράσεις που ξεστομίζονται χωρίς συναισθηματική ένταση, με μονότονο ρυθμό· η φωνή μιας ερημωμένης και πικρόχολης γης.
Συνθετικά ο δίσκος λάμπει, θυμίζοντας γιατί οι Inquisition έφτασαν στα συγκεκριμένα επίπεδα απήχησης. Τα δίπολα κυριαρχούν: ήρεμα σημεία μετατρέπονται ξαφνικά σε κοσμοδρόμια, από τα οποία εκτοξεύονται ριπές ταχύτατου αστρικού τρόμου προς το ουράνιο ναδίρ. Η χαρακτηριστική ξεραΐλα του ήχου των Αμερικανών έρχεται αντιμέτωπη με μια θεσπέσια αίσθηση μεγαλείου, λες και βγαλμένη από τα παγωμένα ηχητικά τοπία των Immortal. Η κατάνυξη και μια μη απολύτως ανιχνεύσιμη νοσταλγία, συγκρούονται με την καταβροχθιστική σατανολατρία.
Η συντριπτική πλειονότητα των 13 κομματιών του Bloodshed Across The Empyrean Altar Beyond The Celestial Zenith παραδίδει μαθήματα ενδιαφέρουσας πλέξης σχετικά απλών τμημάτων, αποκαλύπτοντας ένα αποτέλεσμα που δεν σκαλώνει σε τίποτα, πέρα από την ίσως τραβηγμένη συνολική του διάρκεια. Κι εκεί έγκειται το μόνο τρωτό σημείο του δίσκου, το οποίο αποτελεί κι ένα παράδοξο: ενώ δηλαδή τα επιμέρους κομμάτια στέκονται αξιοπρεπέστατα ως μονάδες, ο ίδιος ο δίσκος, καθώς πλησιάζει προς το τέλος του, λαχανιάζει. Θαρρώ πως το υλικό αυτό, που απλώνεται σε 57 περίπου λεπτά, κάλλιστα θα μπορούσε να είχε κοσκινιστεί ελαφρώς ή να μοιραστεί σε ένα άλμπουμ και ένα EP.
Η επιστροφή των Inquisition είναι πάντως θριαμβευτική, απλώνοντας πάνω από την ακραία μεταλλική κοινότητα ένα πέπλο παγωμένου, ξερού μεγαλείου. Κομμάτια σαν το “The Flame Of Infinite Blackness Before Creation” με το ανατριχιαστικά όμορφο μεσαίο riff, δεν γράφονται κάθε μέρα. Παρά μάλιστα την επιτυχία στη δημιουργία αλλόκοσμης ατμόσφαιρας, ο δίσκος παραμένει άκρως προσιτός στον ακροατή, όσον αφορά τη συμμετοχή του: διαποτίζεται από αγνό metal πνεύμα και ωθεί σε ακατάπαυστο headbanging, αποδεικνύοντας πως το occult δεν χρειάζεται να είναι απαραιτήτως «εσφιγμένο» για να πετύχει τον σκοπό του. Κάτι που πολλοί σοβαροφανείς καλλιτέχνες του είδους φαίνεται να μην έχουν συνειδητοποιήσει.
{youtube}KEpSJFX0uqA{/youtube}