Έχω μία περίεργη θεωρία, την οποία θα μοιραστώ μαζί σας, αλλά σας παρακαλώ μην τη βγάλετε παραέξω: είμαι σχεδόν βέβαιος πως για όλα τα δεινά του σημερινού κόσμου, φταίει η indie (μουσική) κουλτούρα.
Για όλους εμάς δηλαδή που γεννηθήκαμε κάπου εκεί γύρω στα τέλη των 1980s/αρχές των 1990s, μας υποσχέθηκε πως θα είμαστε ξεχωριστοί, καλύτεροι και πιο σημαντικοί. Πως η ζωή μας θα μοιάζει σαν φιλμάκι του Sundance, σαν στίχος του Stephen Malkmus, σαν βιβλίο του Jack Kerouac. Ναι εντάξει, μπορεί ο κόσμος να θέλει στο τέλος τα ίδια πράγματα –την ευτυχία και κάτι τέτοια κλισέ– αλλά εμείς τα θέλαμε καλύτερα από εσένα, γιατί ξέραμε. Γιατί είχαμε ατελείωτη πρόσβαση στην πληροφορία, αλλά δεν ήμασταν 40, ούτε 30, ούτε 16 και κάφροι: ήμασταν 16 και εσωστρεφείς φλώροι. Ο κόσμος ήταν δικός μας, τα συναισθήματά μας μοναδικά, οι ιδέες μας σημαντικότερες. Στα πάρτι καθόμασταν στη γωνία και περιμέναμε την κοπέλα να μας δώσει σημασία, στο διάλειμμα ακούγαμε μουσική και δεν μιλάγαμε σε κανέναν, ξέραμε όλους τους στίχους των Radiohead ενώ εσύ χόρευες με Beyoncé (ουπς). Ήμασταν millenium indie kids, νέοι, ευαίσθητοι και ξεχωριστοί.
Η φόλα της όλης υπόθεσης έσκασε απ' ότι φαίνεται πρόσφατα στον 24χρονο William Toledo, επιτομή του anorak κολεγιόπαιδου και εγκέφαλου των Car Seat Headrest. Διαφορετικά δεν βγάζει νόημα πώς έγραψε τον πιο (αυτο)σαρκαστικό δίσκο που έχει γραφτεί ποτέ για την indie γενιά των millenium. Το Teens Of Denial είναι ένα αλάνθαστο κροσέ, όπως αυτά του εξωφύλλου, στη γενιά που νόμιζε ότι ήταν «so fucking special» και τώρα –στα μέσα πια της 3ης δεκαετίας της ύπαρξής της– ζει μία παρατεταμένη (μετα)εφηβεία υπό την ευλογία των γονιών της, δεν ξέρει πώς να αγαπήσει και να αγαπηθεί, έχει κόμπλεξ ανωτερότητας και επικοινωνίας, μεθάει κάθε δεύτερο βράδυ με τα λεφτά του μπαμπά, έχει κάνει την κατάθλιψη καραμέλα, φλερτάρει στο Tinder και παίζει Pokemon Go. Το Teens Of Denial είναι ο ήχος του «ΓΚΟΥΠ!» όλων των 20κάτι που έπεσαν πρόθυμα στο κενό μεταξύ εφηβείας και ενήλικης ζωής.
Και για να τα πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, το άλμπουμ είναι το 2ο του Toledo σε κάποια δισκογραφική και συγκεκριμένα στην indie μάνα Matador. Αλλά, κρατηθείτε, είναι και το 13ο του συνολικά, αφού από το 2010 φτιάχνει μόνος του (και σε διάφορα περίεργα μέρη) lo-fi δίσκους με εν δυνάμει cult διαστάσεις. Όλοι δε ακούγονται σαν τις δουλειές ενός ατόμου που δεν κόλλησε ποτέ το hipster μικρόβιο. Έτσι, για κάθε χιπ ρεύμα που προσπερνούσε αδιάφορα (βλ. chillwave, ρετροψυχεδέλια κ.ά), μάθαινε απ’ έξω κι ανακατωτά ακόμη έναν δίσκο από τους προσωπικούς του –indie φυσικά– ήρωες: Stephen Malkmus, Frank Black, Robert Pollard. Μέχρι λοιπόν να φτάσουμε στο περσινό Teens Of Style (το οποίο εμπεριέχει καλύτερα δουλεμένες εκδοχές παλαιότερων κομματιών), o Toledo έφτασε να θεωρείται ως ο εκκολαπτόμενος indie σωτήρας, ο οποίος φτιάχνει κιθαριστική μουσική για indie kids που δεν έγιναν ποτέ hipsters και η ζωή τους μοιάζει με μία ατελείωτη νοσταλγία της χρυσής, παρατεταμένης μετα-εφηβείας. Τότε που οι αγαπημένοι τους Strokes βρίσκονταν στο peak τους.
Επιστροφή στο σήμερα και στον νέο δίσκο των Car Seat Headrest, για τον οποίον ο Toledo συγκέντρωσε μία κανονική μπάντα και νοίκιασε για πρώτη φορά ένα κανονικό στούντιο. Ο ήχος βγαίνει έτσι εμφανώς πιο καθαρός, αλλά και πιο κοντά στη λογική του σύγχρονου generic ροκ, χωρίς να έχει χάσει φυσικά τη DIY αισθητική του. Παράλληλα, οι στιχουργικές του ικανότητες πιάνουν κορυφή: κάθε κομμάτι μοιάζει με μία ημι-αυτοβιογραφική ιστορία, σαν συρραφή τσιτάτων σχετικά με την αδυναμία του να σταματήσει να είναι ένα ελαττωματικό ον που συνεχώς μεθάει, παίρνει ναρκωτικά με φίλους, συμπεριφέρεται ανειλικρινώς στον εαυτό του και δεν μπορεί να βάλει την ενήλικη ζωή του σε τάξη. Κάτι σαν την Courtney Barnett, δηλαδή, αλλά σε ακόμη πιο επικριτικό και αυτοσαρκαστικό στυλ.
Στο εναρκτήριο “Fill In The Blank” η ηχητική διόγκωση γίνεται εμφανής σε στίχους που βρίσκουν τον Toledo να διεκδικεί το δικαίωμά του στην κατάθλιψη: «I’ve got a right to be depressed / I’ve given every inch I had to fight it». Στην παραμορφωτική υστερία του “Vincent”, πάλι, αποδέχεται την κοινωνική του δυσλειτουργία, ενώ στον 1990s alt.rock φόρο τιμής “Destroyed By Hippie Powers”, όπως και στην α-λα Sliver Jews μπαλάντα "(Joe Gets Kicked Out of School for Using) Drugs With Friends (But Says This Isn t a Problem)", φτύνει στον καθρέφτη τον όχι και τόσο παλιό του εαυτό, που νόμιζε ότι τα ναρκωτικά είναι cool· δείτε και τους υπέρτατους, sing-along στίχους «Drugs are better with friends/ Friends are better with drugs». Στα πρώτα επίσης δεύτερα του “Just What I Needed/Not Just What I Needed” ορκίζεσαι πως ακούς τον Frank Black, στο "Drunk Drivers/Killer Whales" εξιδανικεύει τη μεθυσμένη οδήγηση, ενώ τα αλληγορικά μίνι έπη "Cosmic Hero" και "The Ballad Οf Τhe Costa Concordia" συμπυκνώνουν με ζηλευτό τρόπο όλες τις κλασικές indie αρετές.
Το Teens Of Denial θα κάνει τους 35άρηδες να νοσταλγήσουν την εφηβεία τους, τους 25άρηδες να προβληματιστούν για το τι πήγε λάθος στη μέχρι τώρα πορεία και τους 15άρηδες να αρπάξουν μία κιθάρα και να αρχίσουν μία μπάντα. Σε κάθε περίπτωση, είναι ένα άλμπουμ-νησίδα για την indie κουλτούρα, το οποίο σε 10 χρόνια μπορεί και να το θυμόμαστε ως μία από τις τελευταίες αναπνοές αυτού του ξεπεσμένου είδους.
{youtube}bEsItsZphwQ{/youtube}