Στα 36 του σήμερα, ο Tyshawn Sorey ήρθε στο τζαζ προσκήνιο στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας και συμπληρώνει έκτοτε ένα εντυπωσιακό βιογραφικό. Είναι καταρχάς περιζήτητος ντράμερ, συνεργαζόμενος με την αφρόκρεμα της αμερικανικής περιπετειώδους τζαζ: Butch Morris, Wadada Leo Smith, John Zorn, Vijay Iyer, Steve Coleman, Kris Davis κ.ά. Παράλληλα έχει ακολουθήσει και την ακαδημαϊκή ανηφόρα στο αντικείμενο της μουσικής σύνθεσης: είναι υποψήφιος διδάκτορας του πανεπιστημίου Columbia, ενώ έχει ήδη επιλεγεί για να αντικαταστήσει τον μεγάλο Anthony Braxton στο πανεπιστήμιο Wesleyan το φθινόπωρο του 2017. Κάτι που ασφαλώς λέει πολλά από μόνο του.

Κι ενώ έχει ήδη κυκλοφορήσει αξιόλογους δίσκους ως leader (ακούστε π.χ. το Alloy του 2014 –επίσης στην Pi), το Inner Spectrum Οf Variables φαίνεται πως είναι η δουλειά εκείνη που στοιχίζει τη φωνή του στην αιχμή της προοδευτικής μουσικής του καιρού μας. Καταρχάς, γιατί τον κάνει να μην χωράει πια στην ιδιότητα που αναφέραμε παραπάνω, του τζαζ ντράμερ: ούτε οι ρυθμικές του αρετές είναι εδώ το πρωτεύον (παρόλο που σίγουρα δεν απουσιάζουν), ούτε ο χαρακτηρισμός «τζαζ» (όσο κι αν τον ξεχειλώσουμε) μπορεί πλέον να τον περιγράψει επαρκώς. Είναι, με άλλα λόγια, δίσκος που σηματοδοτεί μία υπέρβαση για τον 36χρονο μουσικό: η «στιγμή» κατά την οποία ένας καλός συνθέτης, ερμηνευτής και αυτοσχεδιαστής, γίνεται πραγματικά σπουδαίος.

Έχει μία σημασία το ότι ο Sorey αφιερώνει το άλμπουμ στον (αποβιώσαντα το 2013) μέντορά του Butch Morris. Ο οποίος, περισσότερο από κορνετίστας της free jazz, έγινε γνωστός ως μαέστρος της, βλέποντας εαυτόν ως καταλύτη ή ως χωροθέτη του εξελισσόμενου αυτοσχεδιασμού, παρά με την αυστηρότητα που συνήθως συνοδεύει την εμφάνιση ενός τύπου με μπαγκέτα μπροστά από την ορχήστρα. Συχνά μάλιστα κατηύθυνε τη σύμπραξη μουσικών από ετερόκλητους χώρους, θολώνοντας το όριο μεταξύ του «εντός» κειμένου και του «εκτός» και δίνοντας έμφαση στους διαφορετικούς τρόπους ερμηνείας και στην ένταση της στιγμής. Ο Morris εισήγαγε την προσέγγισή του αυτή με τον όρο «conduction», δηλαδή conducted improvisation, κάτι σαν «καθοδηγούμενος αυτοσχεδιασμός» (εδώ μπορείτε να δείτε ένα βίντεο στο οποίο εξηγεί τις ιδέες του).

Μεθοδολογικά, λοιπόν, ο Sorey στηρίζεται αρκετά σε αυτά που έμαθε πλάι στον Morris (έπαιζε στις ορχήστρες του από το 2003 ως το 2008), τόσο στη σχέση του προαποφασισμένου κειμένου με τον αυθορμητισμό του αυτοσχεδιασμού (έστω και του «καθοδηγούμενου»), όσο και στον συγκερασμό ετερόκλητων μουσικών εκφράσεων. Ως προς το τελευταίο, ενδεικτική είναι η σύνθεση της 6μελούς ορχήστρας που ακούγεται εδώ: από τη μία ένα τζαζ τρίο –ο ίδιος στα τύμπανα, ο Cory Smythe στο πιάνο και ο Christopher Tordini στο κοντραμπάσο (αμφότεροι σταθεροί συνεργάτες του)· και από την άλλη ένα τρίο εγχόρδων με τον Chern Hwei στο βιολί, τον Kyle Armburst στη βιόλα και τον Rubin Kodheli στο τσέλο (ο οποίος συνόδευε τη Laurie Anderson στην πρόσφατη εμφάνισή της στα μέρη μας, βλέπε περισσότερα εδώ). Ως προς το πρώτο, μπορούμε να εστιάσουμε στην ελευθερία που δίνει στους μουσικούς του κατά τη δόμηση και την αποδόμηση ενός θέματος, όπως επίσης και στο πώς χωροθετεί τέτοιους αυτοσχεδιασμούς: πώς, για παράδειγμα, τους κατευθύνει για να περάσει από το ένα θέμα στο επόμενο ή πώς τους διοχετεύει μέσα στον ηχητικό χώρο, δημιουργώντας πολλαπλά επίπεδα έντασης.

Φυσικά, όλα τα παραπάνω δίνουν «απλώς» μια μέθοδο. Ούτως ή άλλως, η θητεία του Sorey δίπλα στον Morris δεν αντιπροσωπεύει παρά ένα μέρος μόνο της βιογραφίας του. Το πράγμα, προφανώς, πάει και παρακάτω. Θα μπορούσαμε π.χ. να εντοπίσουμε στο Inner Spectrum Οf Variables αναφορές σε κάποιους από τους τρόπους με τους οποίους ο John Zorn διαβάζει την εβραϊκή παράδοση (αναφορά περισσότερο εντοπίσιμη στον δραματοποιημένο λυρισμό των εγχόρδων, λ.χ. στο “Movement II”). Θα μπορούσαμε επίσης να συσχετίσουμε ορισμένες ρυθμικές περιπλοκές που δονούν τον δίσκο (λ.χ. εκείνες που μας εισάγουν στο “Movement III”) με αντίστοιχα σημεία στο έργο του Vijay Iyer ή να τραβήξουμε αναλογίες με τον ιστορικά και φιλοσοφικά φορτισμένο ρομαντισμό του Wadada Leo Smith. Θα μπορούσαμε ακόμα να αναφέρουμε ονόματα όπως ο Arnold Schönberg, ο Terry Riley ή ο Steve Reich, μόνο και μόνο για να καταδείξουμε το εύρος της γενεαλογίας από την οποία αντλεί ο Tyshawn Sorey –παίρνοντας, εννοείται, εκφραστικές διεξόδους, όχι φασόν τρόπους.

Και είναι εντυπωσιακό το πώς κουμαντάρει όλη αυτή την πληθώρα των διεξόδων, πώς καταφέρνει δηλαδή σε κάθε δεδομένη στιγμή να διατηρεί τη μουσική ανοιχτή, πρόθυμη να υπακούσει στον απρόβλεπτο παράγοντα των μεταβλητών (variables) και να τραβήξει προς οποιαδήποτε από τις αισθητικές και συναισθηματικές προεκτάσεις που αναφέρθηκαν παραπάνω. Οι μακροσκελείς συνθέσεις του δίσκου διέπονται περισσότερο από μία γραμμική λογική ανάπτυξης (αντί μίας κυκλικής), διέρχονται δηλαδή από πολλές διαδοχικές φάσεις, σε καθεμιά από τις οποίες δίνεται αφενός ο χώρος για να ξεδιπλωθεί (είτε στην επιφάνεια, είτε κάτω απ’ αυτή) και αφετέρου η συναισθηματική βαρύτητα που της αναλογεί.

Αν θέλαμε να αναφερθούμε σε συγκεκριμένες στιγμές, θα διαλέγαμε τον λυρισμό του “Movement II” και ιδίως την καταπληκτική κορύφωση μ’ εκείνο το στιγμιαίο λίκνισμα των εγχόρδων (το οποίο επαναλαμβάνεται άλλη μία μόνο φορά στα 22 συνολικά λεπτά της σύνθεσης –δείγμα της εξαιρετικής εκφραστικής οικονομίας του Sorey). Θα αναφέραμε επίσης την 15λεπτη ονειροπόληση (“Reverie”) που διακόπτει τη σουίτα μετά το 3ο της μέρος και ξεκινά μ’ ένα υπνωτιστικό σόλο του Sorey σε κύμβαλα και κρουστά, για να συναντηθεί αργότερα με την υπόγεια ένταση που φέρνει το pizzicato των εγχόρδων· ή το πώς ο Sorey μας εισάγει σ’ ένα πιο ξεκάθαρο τζαζ περιβάλλον στα μισά περίπου του “Movement IV”, προτού το αλάνθαστο γενικώς πιάνο του Smythe και τα έγχορδα δώσουν στα πράγματα έναν θαυμάσιο αυτοσχεδιαστικό στροβιλισμό.

Από την άλλη, η αναφορά σε συγκεκριμένες στιγμές δεν έχει και τόσο νόημα: σε οποιοδήποτε σημείο του δίσκου κι αν σταθούμε, θα βρούμε κάτι για να γαργαλήσει τις αισθήσεις μας. Πραγματικά, η απουσία κάθε τι του περιττού είναι από μόνη της ένα κατόρθωμα, καθώς μιλάμε για μια δουλειά διάρκειας 2 ωρών, με τις περισσότερες συνθέσεις να ξεπερνάνε τα 20 λεπτά και να είναι συνήθως αραιοκατοικημένες –διατηρώντας πάντοτε τις θαυμάσιες δυναμικές τους, καθώς και μία ένταση που σπάνια πυκνώνει σε ξεκάθαρες κορυφώσεις και συνηθέστερα διαχέεται μέσα στις πιο διακριτικές διαδράσεις του σεξτέτου.

Το Inner Spectrum Οf Variables είναι, όπως ίσως θα έχετε καταλάβει, ένας δύσκολος δίσκος. Ο οποίος, εκτός από τις 2 ώρες του χρόνου σας, φαίνεται να απαιτεί και την επισταμένη προσοχή σας. Είναι όμως ένας περιπετειώδης δίσκος, ιδιαίτερα εξερευνητικός σε επίπεδο φόρμας και μεθοδολογίας (με ισορροπίες, ρόλους και κατευθύνσεις που αναδιατάσσονται διαρκώς), μα και πολύ πλούσιος συναισθηματικά. Εξ ου και είμαι σχεδόν βέβαιος –και συγχωρήστε μου την έπαρση αυτής της …σχεδόν βεβαιότητας– πως, εάν κάνετε τον κόπο να του δώσετε τη σημασία που του πρέπει, θα βρείτε πολλά να σας ανταμείψουν.

Ακούστε εδώ: https://tyshawn-sorey.bandcamp.com/album/the-inner-spectrum-of-variables

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured