Το γεγονός ότι οι Red Hot Chili Peppers έβγαλαν όλους τους σημαδιακούς τους δίσκους έχοντας τον John Frusciante στις τάξεις τους, δεν το λες και ιδιαίτερα ευοίωνο για τη φάση στην οποία βρίσκονται τώρα. Ο Frusciante εγκατέλειψε το γκρουπ για δεύτερη φορά το 2009, αφήνοντας τα κιθαριστικά καθήκοντα στα χέρια του Josh Klinghoffer και την παλιά του παρέα σε (ένα ακόμα) σταυροδρόμι.
Όπως έγινε σαφές από το I’m With You (2011), ο Klinghoffer δεν έχει, ως καλλιτεχνική προσωπικότητα, το εκτόπισμα του προκατόχου του. Κι έτσι οι ισορροπίες εντός του γκρουπ έχουν διαφοροποιηθεί, καθιστώντας τους Anthony Kiedis & Flea μόνους κυρίαρχους στο «πηδάλιο». Σε εκείνο το πρώτο post-Frusciante άλμπουμ, οι δυο τους κατάφεραν, κουτσά-στραβά, να κρατήσουν το «καράβι» μακριά από τα βράχια. Και το πετυχαίνουν, οριακά έστω, και τούτη τη φορά, 5 χρόνια μετά.
Δεν τίθεται θέμα σύγκρισης με τις κορυφές της 32χρονης (κι όμως!) δισκογραφικής πορείας των Πιπεριών εδώ, με δεδομένη την προαναφερθείσα ανατροπή. Αλλά ακόμα και με χαμηλωμένες τις προσδοκίες, το The Getaway αδυνατεί να επαναπροσδιορίσει το πρόσωπο της καλιφορνέζικης τετράδας. Καταφέρνει, όμως, να κρατήσει ένα μίνιμουμ επίπεδο: να διαχειριστεί την «πεπερική» κληρονομιά χωρίς να τη μαγαρίσει, και να δείξει σε 2-3 στιγμές ότι υπάρχει ακόμα δημιουργική σπίθα εντός της.
Προς υπεράσπιση των Peppers, είναι πολλά αυτά που έχουν αλλάξει, πέραν της σύνθεσής τους. Και πρώτα απ’ όλα το γεγονός ότι τα μέλη της μπάντας δεν αποτελούν πια –εδώ και χρόνια– μια γερά δεμένη ομάδα· αντίθετα, στα μεγάλα διαλείμματα ανάμεσα στα άλμπουμ, επιδίδονται καθένας στα δικά του projects. Έπειτα είναι και η διακοπή της συνεργασίας τους με τον επί πολλά χρόνια παραγωγό τους Rick Rubin. Ο μοδάτος Danger Mouse, τον οποίον προσέλαβαν στη θέση του, αλλά και ο Nigel Godrich που ανέλαβε τις μίξεις, έφεραν μια κάποια φρεσκάδα κι ένα γυάλισμα στον ήχο, μα χωρίς να επισκιάσουν ή να διαφοροποιήσουν ιδιαίτερα τον χαρακτήρα τους.
Αν θέλει κανείς να πάρει μια ιδέα περί του The Getaway, δεν έχει παρά να καταφύγει στο “Dark Necessities”, πρώτο επίσημο single του δίσκου: πιάνο, σκοτεινή στιχουργία (το να την πούμε ώριμη δεν θα ήταν ακριβώς δόκιμο –για τον Kiedis μιλάμε άλλωστε) και μια γενικότερη αυτοσυγκράτηση σε σχέση με το παρελθόν. Τα ίδια στοιχεία διέπουν και το μεγαλύτερο μέρος της δουλειάς. Μία ακόμα χαρακτηριστική στιγμή είναι το “Sick Love”, το οποίο φιλοξενεί εντός του το πιάνο του Elton John (στον σταυρό που σας κάνω!), ενώ η συνολική αίσθηση από τις κιθάρες του Klinghoffer είναι ότι τούτη τη φορά έχουν μεγαλύτερο ρόλο, καλύτερα ενταγμένο στο ηχητικό οικοδόμημα.
Το κύριο ζήτημα με το The Getaway είναι ότι, ενώ βρίσκει τους Peppers να προχωρούν με νέες συνεργασίες και ένα (δειλό έστω) άνοιγμα της ηχητικής τους βεντάλιας, συνάμα τους εμφανίζει ανέτοιμους (ή ανίκανους;) να τολμήσουν ουσιαστικά στη βάση των συνθέσεών τους. Ενώ δηλαδή χρησιμοποιούν τα κόλπα του Danger Mouse (έγχορδα, ηλεκτρονικά στοιχεία κ.λ.π.), δίνοντας μια ποπ θελκτικότητα στη δουλειά τους, δεν ξεφεύγουν από τη ρουτίνα τους παρά μόνο σε ελάχιστες υποδιαιρέσεις των κομματιών: και πάλι ακούμε την από καιρό στανταρισμένη μελωδική σφραγίδα τους, και πάλι γινόμαστε μάρτυρες των φανκοφρικαρισμάτων τους, και πάλι γελάμε (ή μένουμε μαλάκες, ανάλογα την περίπτωση) με την άρτζι-μπούρτζι-και-λουλάς στιχουργική και ερμηνευτική προσέγγιση του Kiedis.
Και στο τέλος μένουμε με έναν δίσκο που ακούγεται με πολλές καταφυγές στο πλήκτρο SKIP και με μια απορία σχετικά με την ύπαρξη ισχυρών κινήτρων πίσω από τη δημιουργία του.
{youtube}Q0oIoR9mLwc{/youtube}