Δεν είναι δύσκολο να εξηγήσει κανείς πως μία (σε ελεύθερη απόδοση) τζαζ μπάντα έφτασε να πετυχαίνει crossover με την ευρύτερη εναλλακτική λίγκα. Αρχικά, δεν είναι η τζαζ μπάντα της διπλανής σου πόρτας οι BADBADNOTGOOD: μοιάζουν περισσότερο με παρέα από κολεγιόπαιδα για τα οποία κάθε δίσκος του Miles Davis που έπαιζε στο σαλόνι και κάθε ιδιωτικό μάθημα πιάνου που λάμβαναν, αντιστοιχούσε σε ένα live του Flying Lotus, σε ένα mixtape του J.Dilla και σε ένα καπνισμένο υπόγειο/κρυψώνα όπου μπορούσαν να αφεθούν δημιουργικά.
Μέσα μάλιστα από τους 3 πρώτους δίσκους τους, διαφαίνεται εύκολα αυτός ο συγκρουσιακός συγκερασμός καταβολών, δημιουργώντας την αίσθηση ενός hip hop γκρουπ που τζαμάρει με ακομπλεξάριστη τζαζ φιλοσοφία. Δεν άργησε λοιπόν να τους πάρει είδηση η αλεπού ο Ghostface Killah και να τους χαρίσει, με το περσινό άλμπουμ-συνεργασία ονόματι Sour Soul, ένα μικρό breakthrough (#109 στα αμερικάνικα charts), που φαινόταν πως θα έρθει αργά ή γρήγορα.
Τα πράγματα όμως είναι κάπως διαφορετικά στη φετινή δουλειά των νεαρών Καναδών. Πρώτη φορά δηλαδή μοιάζουν τόσο προσηλωμένοι στη δημιουργία ενός ολοκληρωμένου δίσκου με αρχή, μέση και τέλος. Γι' αυτό και δεν λείπουν τα αναγκαία «χιτάκια», ενώ την ίδια στιγμή νιώθουν πως δεν έχουν να αποδείξουν τις οργανοπαιχτικές τους ικανότητες, κάτι που τους χαλαρώνει και τους επιτρέπει να λυθούν –με τα αποτελέσματα να ηχούν απολαυστικά. Το IV ακούγεται λοιπόν ως ο πιο προσβάσιμος δίσκος τους μέχρι σήμερα, με τις νύξεις μεταξύ hip hop και τζαζ να μην είναι πια το κυρίαρχο ένζυμο στη φόρμουλα της μπάντας, δίνοντας τη θέση τους στο κυνήγι αφομοίωσης σύγχρονων αναβιωμένων τάσεων, όπως το R'n'B, η soul και το electro.
Το στοίχημα για την τετράδα κερδίζεται από το γεγονός πως τα πετυχαίνουν όλα αυτά χωρίς να χάνουν ίχνος από το μαγικό τους, διακριτό άγγιγμα. Αντίθετα, έχουν μάθει να το διαχειρίζονται τόσο καλά, ώστε φιλτράρουν εύστοχα όλα τα παραπάνω με μία 1980s –ελαφρώς cult και lounge– αισθητική. Τα δύο εισαγωγικά κομμάτια λ.χ. εκπέμπουν εξωγήινες, ρετροφουτουριστικές δονήσεις, τα φαντάζομαι μάλιστα να ακούγονται σε σκηνές της νέας sci-fi σειράς Stranger Things, που κι εκείνη αποτελεί φόρο τιμής στη δεκαετία του 1980. Μια τέτοια σχεδόν concept προσέγγιση αλλού παίρνει τη μορφή φτηνού, έγχρωμου film noir (λ.χ. στον lounge καθρεφτισμό σε νερά πισίνας “Chompy’s Paradise”), αλλού οδηγεί στο chill κλείσιμο του “Cashmere”, αλλού εντοπίζεται και σε πιο περιορισμένη μορφή. Σε τέτοιον βαθμό, ώστε η 1980s ταπετσαρία να μην έχει σχεδόν καθόλου μπαλώματα.
Ακόμα ένα στοιχείο του IV που φανερώνει την ευελιξία των BADBADNOTGOOD είναι η πληθώρα συνεργασιών, με τις δύο κορυφαίες να είναι το “Time Moves Slow” και το “In Your Eyes”. Στην πρώτη, ο Sam Herring των Future Islands τραγουδάει ως μελαγχολικός crooner «Running away is easy/It’s the leaving is hard» πάνω από ένα R'n'B γκρουβάρισμα· στη δεύτερη, τα retro φωνητικά της Charlotte Day Wilson δίνουν την αίσθηση ενός καλοκαιρινού hit βγαλμένου από τις χρυσές εποχές της Motown.
Άλλες συνεργασίες αποδεικνύονται πάντως λιγότερο επιτυχημένες, όπως λ.χ. το “Lavender”, όπου συνδράμει ο συμπατριώτης τους Kayatranada ή το “Hyssop Of Love” με τον Αμερικανό ράπερ Mick Jenkins, το οποίο κινείται μεν στη λογική της προαναφερθείσας συνεργασίας με τον Ghostface Killah, όντας όμως δύο επίπεδα κάτω. Ανάλογη είναι και η περίπτωση του “Confessions Pt II”, στο οποίο η φρενήρης μάχη μεταξύ των σαξοφώνων του Leland Whitty και του indie darling Colin Stenson δεν εκτονώνεται ποτέ, μένοντας μετέωρη.
Όσοι έχουν οικειοποιηθεί τον ήχο των προηγούμενων δουλειών της μπάντας, ίσως απογοητευθούν από αυτήν την απομάκρυνση των BADBADNOTGOOD από το μοναδικό τους hip hop/jazz υβρίδιο (μόνο το “Structure No.4” το προσφέρει ξεκάθαρα)· πιθανώς, μάλιστα, να θεωρηθεί η κίνησή τους ακόμα και «ξεπούλημα», χάριν ενός πιο εύπεπτου ήχου. Αντίθετα, όσοι έρθουν για πρώτη φορά σε επαφή με τους Καναδούς μέσω του IV, μάλλον θα λατρέψουν την πιο ανάλαφρη πρότασή τους και θα απογοητευθούν (αντίστοιχα) από τα πιο δύσβατα και απαιτητικά παλαιότερα άλμπουμ.
Και οι δύο πλευρές μπορούν πάντως να συναντηθούν κάπου στη μέση και συγκεκριμένα στο ομότιτλο κομμάτι του δίσκου. Εδώ, η ταλαντούχα τετράδα ισορροπεί άψογα μεταξύ του αυτοσχεδιαστικού πνεύματος και της συνθετικής εγκεφαλικότητας της τζαζ, συλλαμβάνοντας (όσο ποτέ άλλοτε στο παρελθόν) το στοιχείο της διαχρονικότητας. Περισσότερο όμως καταφέρνουν κάτι ακόμη πιο άπιαστο για τους μουσικούς μας καιρούς: αν ακούσεις ένα τραγούδι τους, ξέρεις αμέσως ότι είναι δικό τους.
{youtube}UWIIPX_5rbM{/youtube}