Οι Pet Shop Boys αντλούν ακόμα ικανοποίηση όταν βλέπουν τα πόδια ορδών από ανήλικους ακροατές να πασχίζουν να προλάβουν τα καταιγιστικά beats τα οποία παράγουν.
Όμως έχουν να κυκλοφορήσουν πλήρη δίσκο (ως αίσθηση) από την εποχή του Very (1993) –κι ας προηγήθηκε το ενδιαφέρον Electric το 2013. Πίσω από το acid house και την ηλεκτρισμένη space disco του Super, θα έπρεπε λοιπόν να υπάρχει μια ιδέα που θα επιτύγχανε ένα πιο διαχρονικό αποτέλεσμα. Αντιθέτως, ο Neil Tennant και ο Chris Lowe καταπιάνονται εδώ με μια ξαναμμένη αναπόληση: τι σήμαινε να είσαι 20άρης στη δεκαετία του 1980 και του 1990, τα ανέμελα βράδια στα gay club της εποχής, τις ηδονιστικές νύχτες σε πάρτι όπου παρευρισκόταν οποιοσδήποτε ήταν «κάποιος». Σε αυτό το τερέν είναι άλλωστε πρωταγωνιστές ήδη από την εποχή που μεσουρανούσαν με τη μπλαζέ υπεροχή του “West End Girls”.
Αλλά το Super φαίνεται να βαράει ανελέητα πάνω σε έναν επίμονο, παχύ, αυτάρεσκο, ρυθμό. Τουλάχιστον, βέβαια, το ντουέτο το κάνει με την άνεση που έχουν βετεράνοι αθλητές όταν κάνουν τον γύρο του θριάμβου. Το δικαιούνται, άλλωστε είναι οι τροπαιούχοι της βρετανικής χορευτικής κουλτούρας. Όμως κάτι τέτοιο δεν εμποδίζει τον νέο τους δίσκο να φαντάζει ναρκωμένος, παρόλη την ξέφρενη διάθεση που χτίζει γύρω από τα τραγούδια ο παραγωγός Stuart Price. Δεν σου δημιουργεί ανάγκη το Super, δεν δένεται με το μέσα σου. Όχι γιατί περίμενες κάτι από τους Pet Shop Boys ως παραγόμενη –νέα– αξία, απλώς είναι περίεργη η αίσθηση να λειτουργεί το σώμα, αλλά ο νους να μη βρίσκει κάτι και για εκείνον.
Οι Tennant & Lowe έχουν αφενός καταγράψει χιλιόμετρα επιτυχιών, αφετέρου δεν υπάρχουν πια οι disco που θα φιλοξενήσουν τις album versions αυτού του δίσκου. Δεν υπάρχει πια η εκτόνωση του ecstasy, δεν υπάρχει πια γνήσια acid house. Δεν υπάρχει δηλαδή το υπέδαφος που έκανε ακόμα και τις πιο κιτς μελωδίες τους να διαμορφώνουν την club όψη της electro κουλτούρας. Οι δύο τους είναι οι άνθρωποι που «ήταν εκεί» όταν ξεκινούσαν τα electro pop ντουέτα στη Βρετανίας. Κι αν κάτι τους κρατά εδώ ακόμα και σήμερα, είναι κυρίως ότι δεν διεκπεραιώνουν μια ρουτινιάρικη δισκογραφική υποχρέωση με κάθε τους επιστροφή, όπως ας πούμε οι Depeche Mode ή οι New Order.
Στο μεγαλύτερο λοιπόν μέρος του Super, αναπαριστούν τους κώδικες της ηλεκτρονικής ποπ με έναν αλάνθαστο τεχνικά και αισθητικά τρόπο. Η περφεξιονιστική μανία φτάνει σε πυρετώδεις εντάσεις, υπάρχουν μάλιστα στιγμές στις οποίες η ευφυία τους χαμογελάει, κάνοντας ηχητικές γκριμάτσες: το διασκεδαστικό “Happiness”, το σαρδόνιο “Twenty-Something”, το μελοδραματικό “The Dictator Decides” (μοιάζει να βγήκε από το Violator των Depeche Mode) και το υπνωτιστικό “Inner Sanctum”. Τραγούδια που αποτελούν σωτήρια αντιπρόταση απέναντι στην τσίγκινη χορευτική ποπ που έχει τυραννικά σφετεριστεί τα αμερικανικά charts των mid-'10s, πηγάζουσα από εξελιγμένα apps. Σε όλη όμως την υπόλοιπη διάρκειά του, το Super απλώς δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες ενός brand τόσο βαθιά ριζωμένου στην καρδιά.
Ως κορυφαία έτσι στιγμή μένει το “Pop Kids”: ένας συναισθηματικός φόρος τιμής στη δεκαετία του 1990, ο οποίος αποπνέει νοσταλγία και τρυφερότητα με μια αισθαντικότητα που ευαγγελίζεται το πόσο σημαντική είναι η χωνεμένη ποπ κουλτούρα, πώς δένει ζωές και πώς γεννάει τις πιο ζωτικές αναμνήσεις. Προσωπικά, όμως, μου λείπει το συστατικό που θα έκανε τους Pet Shop Boys απαραίτητους στο 2016. Να με συμπαθάτε, αλλά δεν μου φτάνουν οι τρεις φορές που πάτησα repeat σε έναν δίσκο, όταν οι δημιουργοί του με έκαναν στο παρελθόν να πέφτω αυτιστικά στις λούπες τους, δίχως αύριο.
{youtube}7JF3Gj8U0YA{/youtube}