Υπάρχουν δουλειές που μοιάζουν καταδικασμένες να καταλήγουν σε εκείνη την κάπως παρεξηγημένη μα τιμητική στοίβα «υποτιμημένων», «αξιοπρόσεχτων» ή «άξιων αναφοράς» δίσκων, στα τέλη κάθε μουσικής χρονιάς. Η ένταξή τους αυτή δεν έχει να κάνει τόσο με την ποιότητά τους –συνήθως άλλωστε είναι ιδιαίτερα αξιόλογοι– όσο με το ειδικό τους βάρος και με το ποιόν του δημιουργού τους. Η Marissa Nadler είναι λοιπόν αυτή η low profile τραγουδοποιός που, με οδηγό το μελωδικό της ένστικτο και τη σαγηνευτική της φωνή, έχει συνθέσει 6 folk/americana στολίδια· τα οποία, ενώ επαινούνται από κριτικούς και ακροατές, τελικά φέρουν σαν κατάρα την ταμπέλα του «αδικημένου».

Η 7η της κατάθεση είναι επίσης στολίδι και πιθανώς, επίσης, θα «αδικηθεί» κι αυτή στην αποτίμησή της, σε 6 μήνες από τώρα. Μάλλον καλύτερα όμως που το Strangers δεν προορίζεται να τοποθετηθεί στο επίκεντρο των συζητήσεων –εκεί άλλωστε έχουν στρογγυλοκαθίσει άλλες κυκλοφορίες, μπουχτισμένες από το διαδικτυακό κουβεντολόι– καθώς του ταιριάζει περισσότερο μία μοναχική, ανεπηρέαστη από το hype εμβάθυνση, η οποία θα φωτίσει τις αληθινές, πραγματικά αξιοθαύμαστες αρετές του, αναδεικνύοντάς το σε έναν βαθιά συντροφικό δίσκο. Η συνθέτρια δίνει εδώ έμφαση στην εύρεση κρυστάλλινων, ανάλαφρων μελωδιών, πρώτη φορά όμως επενδύει τόσο στοχευμένα στον παράγοντα «ατμόσφαιρα» για να ντύσει τις δημιουργικές της ιδέες.

Η generic americana η οποία φωλιάζει στον πυρήνα των τραγουδιών, περνιέται από ασπρόμαυρα φίλτρα και μεταλλική κοσμοθεωρία στην παραγωγή (από τον έμπειρο στον χώρο της μουσικής μονολιθικότητας Randall Dunn), και σαν αποτέλεσμα έχουμε μία συλλογή κομματιών που ενώ αρχικά μοιάζουν αθώα και αβαρή –σαν εκείνα του προηγούμενου άλμπουμ July (2014)– στην πραγματικότητα βουλιάζουν βαθιά στο υποσυνείδητο και το στοιχειώνουν, ως άλλες απροσδιόριστες ενοχές. Σε συνδυασμό δε με τους στίχους, που καταπιάνονται με τη μοναχικότητα και την αποστασιοποίηση από τον εαυτό μας, ενισχύεται μια αίσθηση βουβής, εσωτερικής αναστάτωσης, μετατρέποντας τον δίσκο σε αποκαλυπτικό μονόπρακτο, στο οποίο αναζητείται η γαλήνη μέσω της καταστροφής.

Στην εναρκτήρια πιανιστική μπαλάντα “Divers Of The Dust” η φωνή της τραγουδοποιού και η αγγελική θαρρείς χορωδία ζωγραφίζουν με γκρι αποχρώσεις την εικόνα της μυθικής αποκάλυψης την οποία πλάθουν οι στίχοι («Lying here, on the rocks, with the cliffs disintegrating/Last I heard, in the end, the waves were scraping city streets»). Στα “Katie I Know”, “Janie In Love” και “Shadow Show Diane”, πάλι, η Nadler καταλήγει σε συμπεράσματα για τη δικιά της ζωή, φιλοσοφώντας πάνω σε τραγικές εμπειρίες φιλενάδων της, μέσα από φωταγωγημένα, βαλτώδη southern gothic μονοπάτια –κάπου μεταξύ των ακουστικών κομματιών της Chelsea Wolfe και της αιθέριας ποπ των Cocteau Twins. To “All The Colours Of The Dark” τρυπάει ευγενικά τις αισθήσεις, σαν ένα παράδοξα αγκαθωτό μεταξωτό σεντόνι, ενώ το “Nothing Feels The Same” επιπλέει με κομψότητα, ατάραχο, σε μία λίμνη από σαπισμένες σκέψεις. Είναι όμως η ατελής καύση του “Hungry Is The Ghost” αυτή που βρίσκει τη 35χρονη Αμερικανίδα φλεγόμενη από ορέξεις της ψυχής, σε ένα ηλεκτροφόρο κομμάτι με ροκ προσανατολισμό και τόνους ανεκδήλωτης ενέργειας.

Με το Strangers, η κάπως αινιγματική μουσικός από την Washington D.C. δεν παραδίδει το breakthrough άλμπουμ της (και ας πλασάρεται ως τέτοιο), αλλά ούτε και επαναπροσδιορίζει τη δημιουργική της ταυτότητα. Αντίθετα, συνεχίζει να ακονίζει την τέχνη της, προσδίδοντάς της ένα επιπρόσθετο στοιχείο σημαντικότητας και αμεσότητας. Έτσι, ακόμη κι αν συναντήσουμε αυτό το «αδικημένο στολίδι» στη λίστα με τα «υποτιμημένα» του 2016, τον πραγματικό του αντίκτυπο θα τον μετρήσουμε αλλού, σε ένα σημείο μέσα μας, με κριτήρια που ίσως έχουμε ξεχάσει, μα ορίζουν τη σπουδαιότητα ενός δίσκου για εμάς –και όχι για τους πολλούς.

{youtube}JWO7Vg7wpyU{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured