Είναι αξιοπερίεργο το πώς ένα είδος τελείως εκτός των ακουσμάτων κάποιου κοινού μπορεί να γίνει αποδεκτό από αυτό, όταν συστηθεί μέσω ενός αναγνωρισμένου και «έμπιστου» μουσικού ή συγκροτήματος. Στην περίπτωση του πειραματικού avant-garde rock, Δούρειος Ίππος για την αποδοχή του από τον μαυρομεταλλικό κόσμο ήταν σε μεγάλο βαθμό ένας από τους πλέον συμπαθείς και ιδιαίτερους μουσικούς της ακραίας νορβηγικής σκηνής, ο Carl-Michael Eide –ή αλλιώς Czral, όπως είναι η προσωνυμία του στους Virus.

Δεν ήταν βέβαια ο μοναδικός λόγος που μια μερίδα ακροατών διεύρυνε τους ορίζοντές της, μιας και η περίοδος γύρω από την αλλαγή της χιλιετίας έβριθε πειραματισμού, τουλάχιστον όσον αφορά την πατρίδα του black metal. Ο Eide, όμως, τόσο με τους βραχύβιους αλλά επιδραστικότατους Ved Buens Ende, όσο και με τους Virus, κατάφερε –θαρρείς χωρίς να προσπαθήσει ιδιαίτερα– να μπολιάσει τα μυαλά ενός δύσκαμπτου ακροατηρίου με φαινομενικά δυσπρόσιτα για εκείνο συστατικά. Και όλα αυτά χωρίς να χάσει σε εκτίμηση, προφανώς λόγω και των πιο παραδοσιακών μπαντών στις οποίες συμμετείχε παράλληλα.

13 χρόνια λοιπόν μετά το ντεμπούτο τους, οι Virus επανέρχονται με το 4ο άλμπουμ τους Memento Collider, συνεχίζοντας να πλέουν σε μια αξιοθαύμαστα γοητευτική (αν και ταραχώδη, αν αναλογιστεί κανείς τι έχει περάσει ο ιθύνων νους του συγκροτήματος) πορεία, η οποία κάνει πολλά προοδευτικά σχήματα να φαίνονται τουλάχιστον δυσκίνητα. Το φετινό τους πόνημα δείχνει μια σφιχτοδεμένη μπάντα σε κρεσέντο δημιουργικής χημείας. Χωρίς δείγματα πίεσης ή καταναγκασμού, το Memento Collider είναι πρωτίστως ένας δίσκος ευχάριστα απομακρυσμένος από κάθε είδους περιχαρακώσεις.

Το προτεταμένο και κυρίαρχο μπάσο είναι ίσως το πρώτο πράγμα που στοιχειοθετεί κανείς: ένα ευκίνητο μάγμα που θέτει τη ροή, διεκδικώντας συνάμα δάφνες καλλιτεχνικής ουσίας. Από τον υπνωτικό καλπασμό του βασικού μέρους του “Afield” μέχρι το ευκρινές σιγοντάρισμα του “Phantom Oil Slick”, το μπάσο είναι η εύπλαστη μάζα που λειτουργεί ως πρώτη ύλη για την υλοποίηση των συνθέσεων. Το ότι αποτελεί το δομικό συστατικό, βέβαια, δεν σημαίνει πως δεν προβαίνει σε ευφάνταστες πιρουέτες, art rock καταβολών. Οι κιθάρες –κάπως πιο πίσω στη μίξη– διαχέονται ως πινελιές πάνω στον κορμό, χρωματίζοντάς τον με παραμορφωτικά riffs, με jazz, progressive, ακόμη και surf (“Gravity Seeker”) βάσεις, οι οποίες αποπνέουν ευχάριστη παραφωνία· ας μην ξεχνάμε άλλωστε πως ο συνθετικός πυρήνας κάποτε έγραφε τα δυσαρμονικά έπη των Ved Buens Ende.

Η διάθεση όμως εδώ είναι στο σύνολό της χαλαρή και παιχνιδιάρικη, μακριά από τη σκυθρωπότητα του παρελθόντος: ενίοτε ο ακροατής αισθάνεται σαν να βρίσκεται σε επιταχυνόμενο τρενάκι λούνα παρκ. Τα φωνητικά του Czral πατάνε κυρίως σε μια παράδοση ημι-διηγηματικής τεχνοτροπίας στην οποία εντάσσονται τόσο οι Bauhaus (το “Of Lillies & Remains” ήρθε αμέσως στο μυαλό μου), όσο και οι Velvet Underground (του “The Box”).

Το άλμπουμ είναι ένα υπνωτικό, ρέον, και ταυτόχρονα συμπαγές σύνολο, το οποίο ξεδιπλώνεται σε δαιδαλώδεις συνθέσεις, jazz νοοτροπίας, που αποσυντίθεται και ανασυντίθεται με πρωτεϊκή ευκολία και χάρη. Παρόλα αυτά, πρόκειται για έναν δίσκο που δεν κουράζει μα σαγηνεύει, παρασέρνοντας τον ακροατή σε μια σχεδόν καλοκαιρινή ευδαιμονία –γεγονός παράδοξο, αν αναλογιστεί κανείς την πυκνότητα και την ποικιλία που εσωκλείνει. Το κλειδί της επιτυχίας βρίσκεται στην έλλειψη σοβαροφάνειας (μα όχι σοβαρότητας), στη συνθετική ευφυΐα του Czral, και στη μαγική χημεία της μπάντας.

Το αποτέλεσμα είναι κάτι που κινείται μεταξύ της στερεάς και της υγρής κατάστασης της ύλης, ένα φυσικό παράδοξο που αποκαλύπτεται ολοζώντανο μπροστά μας. Ο χρόνος θα δείξει αν πρόκειται για την καλύτερη στιγμή των Virus, αλλά είναι σχεδόν σίγουρα το πιο άνετο και (γιατί όχι;) feel-good δημιούργημά τους.

{youtube}220eDjcDSlM{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured