Δεν είναι και λίγα τα κείμενα αποδόμησης των Radiohead, αλλά και απαξίωσης του καινούριου τους δίσκου, που δημοσιεύτηκαν τις τελευταίες εβδομάδες τόσο στον εγχώριο, όσο και στον διεθνή τύπο. Και ενώ για την περίπτωση των πρώτων μάλλον είναι περιττός ο σχολιασμός, στα τελευταία αξίζει να σταθούμε λίγο.
Είναι αρκετοί όσοι γκρίνιαξαν, δηλώνοντας απογοητευμένοι για την απουσία της «φλόγας» που διέκρινε το συγκρότημα στην πρώτη του περίοδο. Και είναι να αναρωτιέται κανείς, τι ακριβώς περίμεναν αυτοί οι άνθρωποι εν έτει 2016; Είχαν προσδοκίες για ένα νέο The Bends, ένα νέο OK Computer ή ένα νέο Kid A; Έχουν δει πολλούς καλλιτέχνες στην ηλικία των 45 και των 50 να παράγουν συνταρακτική μουσική;
Το A Moon Shaped Pool προφανώς και δεν συγκρίνεται με κανένα από τα τρία αριστουργήματα των Radiohead –και εκτός συγκλονιστικού απροόπτου, οι Βρετανοί δεν πρόκειται να επαναλάβουν ποτέ κάτι τέτοιο, με κανέναν δίσκο τους. Τα χρόνια έχουν περάσει και τα επίπεδα δημιουργικότητας του συγκροτήματος, όπως είναι φυσιολογικό, έχουν πέσει.
Με δεδομένο το παραπάνω, μια ψύχραιμη και προσγειωμένη αποτίμηση της νέας τους δουλειάς δεν μπορεί να μην της δώσει πρόσημο θετικό. Και εμφατικά θετικό μάλιστα, αν αναλογιστεί κανείς αφενός τα χρόνια που κουβαλάνε οι ίδιοι στην πλάτη τους και αφετέρου το γεγονός ότι κινδύνευαν να περιέλθουν σε τροχιά παρακμής, μετά το σχετικά αδύναμο The King Of Limbs του 2011 (σενάριο, βέβαια, το οποίο τώρα διαψεύδεται).
Σε αντίθεση με το άλμπουμ εκείνο, η νέα δουλειά των Radiohead δεν παραπέμπει σε τίποτα το πειραματικό, ούτε αποβλέπει σε κάποιου είδους ανατρεπτική ηχητική πρόταση. Ο ήχος τους μοιάζει απόλυτα οικείος, χωρίς όμως να αναπαράγει πιστά κάτι που έχουμε ξανακούσει από εκείνους –ή, πόσο μάλλον, από κάποιον άλλον. Δεν είναι ούτε ακριβώς rock, αλλά ούτε ακριβώς ηλεκτρονικός. Και σε καμία περίπτωση δεν είναι pop.
Βασικά, ο νέος ήχος των Radiohead είναι ...Radiohead. Είναι ο ήχος μιας μπάντας η οποία μέσα στα χρόνια έχει καταφέρει όχι μόνο να μη μοιάζει με καμία, αλλά και να μην της μοιάσει και καμία άλλη, παρά την αναμφισβήτητη επιδραστικότητά της. Μιας μπάντας που δεν μένει ποτέ στάσιμη, μα ούτε χάνει το μοναδικό της ηχόχρωμα. Που ξέρει να συνδυάζει αριστοτεχνικά τον οργανικό ήχο με το ηλεκτρονικό στοιχείο. Που μπορεί να κάνει ακόμα και τα πιο κλασικά όργανα (τα έγχορδα εν προκειμένω, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν εκτεταμένα στις ενορχηστρώσεις) να ακούγονται διαφορετικά, στην υπηρεσία του δικού της ήχου.
Το A Moon Shaped Pool είναι πρωτίστως ένας δίσκος ηχητικής αρτιότητας, με λεπτομέρειες οι οποίες επιβάλλουν συνθήκες απομόνωσης και σιωπής προκειμένου να λάμψουν. Οι ακουστικές κιθάρες ηχούν τόσο καθαρά, ώστε διακρίνονται ακόμα και οι τριγμοί στις χορδές από τους δακτυλισμούς. Το πιάνο ακούγεται βελούδινο, σε βαθμό που στέλνει αδιάβαστη ολόκληρη την dream pop κοινότητα –η οποία πολύ θα ζήλευε τον ήχο του στην εισαγωγή του "The Numbers", για παράδειγμα. Συγχρόνως, τα ηλεκτρονικά στοιχεία και τα «στοιχειωμένα», παραμορφωμένα φωνητικά, γεμίζουν τον χώρο υποδειγματικά, ενώ τα έγχορδα (η αποκάλυψη του άλμπουμ), ενσωματώθηκαν στο σύνολο απίστευτα εύστοχα: σε σημεία, μάλιστα, είναι ανατριχιαστικά.
Το όλο ηχητικό περιβάλλον αποτελεί όαση καλής αισθητικής και αρμονικής συνύπαρξης αναλογικού και ψηφιακού στοιχείου, που λειτουργεί ως ενοποιημένο σύνολο. Και είναι αναγκαίο να δοθεί έμφαση στην παραγωγή, όχι τόσο στο πλαίσιο μιας τυπικής περιγραφής του τεχνικού κομματιού, αλλά επειδή ο τρόπος με τον οποίον ηχεί το κάθε τι σε αυτές τις καταπληκτικές ηχογραφήσεις είναι κι ένα βασικό κλειδί για την ενεργοποίηση των συναισθημάτων του ακροατή.
Σε δεύτερο επίπεδο, το A Moon Shaped Pool είναι δίσκος καλής τραγουδοποιίας, μιας και συγκεντρώνει ορισμένα από τα δυνατότερα χαρτιά των Radiohead, κάποια από τα οποία για χρόνια παρέμεναν ακυκλοφόρητα. Πρώτο και καλύτερο το "True Love Waits", το οποίο μπορεί να λατρεύτηκε από τους πιο ψαγμένους φίλους των Radiohead στην ακουστική του εκδοχή του 2001, αλλά εδώ αποκτά μια υπέροχη ενορχήστρωση βασισμένη στο πιάνο, αναδεικνυόμενο σε ένα από τα καλύτερα album tracks σε ολόκληρη τη δισκογραφία του συγκροτήματος. Έπειτα το "Daydreaming" και το "Glass Eyes", τα άλλα δύο μελαγχολικά στολίδια του δίσκου, που ξεχωρίζουν για τη σύμπραξη ανάμεσα στο πιάνο και τα έγχορδα. Το αγωνιώδες "Ful Stop" μοιάζει να προέρχεται από το συνταγολόγιο του Kid A, τα "Burn The Witch" και "Identikit" συγκαταλέγονται στις catchy στιγμές του δίσκου, ενώ η progressive bossa nova του "Present Tense" βρίσκεται ένα κλικ παρακάτω, έχοντας πάντως κι αυτή το ενδιαφέρον της.
Κι αν έχουν αναφερθεί σχεδόν όλα τα κομμάτια του δίσκου στα highlights, είναι επειδή το μοτίβο του θυμίζει εκείνο του In Rainbows: στην tracklist μπορεί μετά βίας να βρίσκονται 1-2 κομμάτια επιπέδου OK Computer, όμως λίγο-πολύ όλα είναι στιβαρά και ισοζυγισμένα, με τη συνεκτική αξία του συνόλου να υπερέχει των επιμέρους ιδεών που το απαρτίζουν.
Είναι λοιπόν υπεράνω κάθε φυσιολογικής προσδοκίας το A Moon Shaped Pool, από μια μπάντα που διανύει την τρίτη της δεκαετία στη δισκογραφία. Ο χρόνος δεν θα το αναδείξει στις 3 κορυφαίες καταθέσεις τους, αλλά δεν θα το τοποθετήσει ούτε και στις 3 πιο αδύναμες. Και μάλλον θα το δικαιώσει στα μάτια και των πιο επιφυλακτικών, όσων κατά πάσα πιθανότητα θα το συναντήσουν μπροστά τους το 2019, σε ανασκοπήσεις με τα 100 καλύτερα άλμπουμ της δεκαετίας.
{youtube}TTAU7lLDZYU{/youtube}