Εάν υπήρχε βραβείο για την καλύτερη μέτρια μπάντα στον πλανήτη, οι Tonbruket θα έθεταν μία από τις πιο σοβαρές υποψηφιότητες, μαζί ίσως με τους Yo La Tengo. Το λέω με πλήρη σεβασμό σε αμφότερους και χωρίς καμία διάθεση να υποτιμήσω δύο συγκροτήματα τα οποία, αν μη τι άλλο, και την προσωπική τους φωνή έχουν διαμορφώσει και μια ζηλευτή συνέπεια έχουν να επιδείξουν (οι Yo La Tengo προηγούνται φυσικά, λόγω σημαντικής προϋπηρεσίας).

Οι Tonbruket εμφανίστηκαν στη δισκογραφία το 2010 και είχαν μάλιστα και ιδιοκτήτη. Ήταν τότε οι Dan Berglund’s Tonbruket, το γκρουπ δηλαδή που σχημάτισε ο πρώην μπασίστας των e.s.t., 2 χρόνια μετά τον πρόωρο θάνατο του Esbjörn Svensson. Δίσκος δύσκολος ο πρώτος και λιγάκι αμήχανος, χωρίς όμως να είναι κακός, με πιο αξιομνημόνευτο ίσως κομμάτι τη συναισθηματική μπαλάντα “Song For E” –το αντίο του Berglund στον μουσικό αδελφό του.

Βρήκε όμως από τότε άξιους συντρόφους: τον Johan Lindström σε ακουστική, ηλεκτρική και lap steel κιθάρα, τον Martin Hederos σε πιάνο, λοιπά πληκτροφόρα και βιολί, καθώς και τον Andreas Werliin στα τύμπανα. Όλοι τους με πλούσια βιογραφικά, τα οποία ξεκινάνε από προσωπικές δουλειές και φθάνουν στους The Soundtrack Οf Οur Lives (ο Hederos) ή στους Fire! (ο Werliin). Γρήγορα, έτσι, οι Tonbruket έδιωξαν εκείνη την άβολη γενική πτώση του ονόματός τους και απέκτησαν μια πιο συλλογική ταυτότητα. Τα αποτελέσματα ήταν λαμπρά, με το Dig It Τo Τhe End να έρχεται έναν χρόνο μετά και να θέτει τα πράγματα στη σωστή τους βάση.

Τόσο με το Nubium Swimtrip που ακολούθησε (2013), όσο και με το φετινό Forevergreens, οι Tonbruket συνέχισαν να κυκλοφορούν αξιόλογες δουλειές (χωρίς βέβαια να το παρακάνουν), σ' ένα ύφος που μπορεί να είναι αρκετά προσωπικό, ενώ την ίδια ώρα φέρνει κατά νου κάμποσα και διαφορετικά ακούσματα. Αντλούν άλλωστε τις αναφορές τους από ένα πολυσυλλεκτικό σύνολο επιρροών, προσπαθώντας (και εν πολλοίς καταφέρνοντας) να συνταιριάξουν την τζαζ, το progressive, τη ψυχεδέλεια, το folk στοιχείο κ.ά.

Και ενώ μια τέτοια προσέγγιση –εξ ορισμού ενδιάμεση– κρύβει τον φόβο να φανεί σαν μια κάπως generic και αρκετά βαρετή μέση λύση, οι Tonbruket σώζουν πάντα την παρτίδα. Ποντάρουν αφενός στην εξαιρετική υφή του ήχου τους και αφετέρου στον χώρο τον οποίον δίνουν, ώστε οι προσωπικές αρετές των μουσικών που τους απαρτίζουν να γίνουν φανερές και ευδιάκριτες, αφήνοντας παράλληλα έναν αρκετά εύστοχο συναισθηματισμό να πλανάται γενικώς στην ατμόσφαιρα. Τα ίδια πράττουν κι εδώ, αν και χωρίς ακριβώς να επαναλαμβάνουν εαυτούς.

Τους ακούμε λ.χ. στο “Tarantella” να ξεκινάνε με μία κάπως τραβηγμένη εισαγωγή, για να ευθυγραμμιστούν όμως λίγο αργότερα σε μια μεστή γκρούβα, στην οποία ρολάρουν εξαιρετικά οι κιθάρες του Lindström. Ο ίδιος σώζει και το “The Missing”, που ειδάλλως θα ήταν μια μάλλον αδιάφορη απόπειρα να πλησιάσουν τις ήρεμες στιγμές των ύστερων Tortoise. Ένα εξαιρετικό δείγμα συνεργασίας των τεσσάρων ακούμε επίσης στο “Frösön”, μια ζωηρή μπαλάντα όπου το ενδιαφέρον μετατοπίζεται διαρκώς μεταξύ των Hederos, Lindström και Berglund –με τον Werliin να παρακολουθεί διακριτικά, αλλά ουσιωδώς, τα τεκταινόμενα.

Πολύ καλή είναι επίσης η πιο ροκ στιγμή του Forevergreens, το “Linton”, ενώ ο δίσκος ολοκληρώνεται με …πόλκα, με την πιο πειραματική (και πιθανώς την πιο ενδιαφέρουσα) στιγμή του, το “Polka Oblivion”, στο οποίο συμμετέχουν και οι Per ‘Texas’ Johansson (μπάσο κλαρινέτο) και Anna Hölberg (βαρύτονο σαξόφωνο). Τέλος, για πρώτη φορά οι Tonbruket επιχειρούν να βάλουν και φωνητικά, με την Ane Brun (μια αρκετά επιτυχημένη Σουηδέζα τραγοδοποιό –ίσως κάποιοι/ες τη θυμούνται από τη συνεργασία της με τους Madrugada στο “Lift Me”) να συμμετέχει στην σύντομη εισαγωγή και στο μελωδικό “Sinkadus”, όπου πάντως ξεχωρίζει ο Werliin με την έξυπνη νοηματοδότηση ενός μάλλον απλού ρυθμού.

Εν ολίγοις, το Forevergreens ενισχύει την υποψηφιότητα των Tonbruket για το υποθετικό εκείνο βραβείο και καταφέρνει να κερδίσει τον χρόνο του στη λίστα με τα τρέχοντα ακούσματα. Δεν συγκλονίζει, βεβαίως, ούτε προκαλεί τίποτα βαθυστόχαστες σκέψεις (μουσικού ή άλλου περιεχομένου). Ωστόσο γεμίζει ευχάριστα το ηχοτοπίο στον χώρο όπου συμβαίνει η ακρόαση, καταφέρνοντας, συν τοις άλλοις, να φανεί στοιχειωδώς συνεκτικό σ' ένα δεύτερο πέρασμα, τη στιγμή που στο πρώτο μάλλον θα νομίζετε ότι έχετε πατήσει κάποια επιλογή η οποία παίζει στο random τα αρχεία του σκληρού σας δίσκου.

{youtube}iS2RYudqXqM{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured