Υπάρχει μια σύνδεση μεταξύ doom metal και κινηματογραφικής παραγωγής τρόμου (κυρίως 1960s-1970s), η οποία μπορεί να έχει ως τρανή αφετηρία την ηθελημένη συνωνυμία των Black Sabbath με το σπονδυλωτό αριστούργημα του Mario Bava, αλλά σίγουρα συνεχίστηκε και στην πορεία του είδους. Μια όχι ιδιαίτερα γνωστή πτυχή αυτής της σχέσης είναι η μικρή ιταλική occult doom σκηνή του 1980, με κύριους εκφραστές τους Paul Chain Violet Theatre και τους Black Hole. Μια αφανής σκηνή, η οποία αντλούσε αρκετά από την αισθητική των giallo ταινιών, εντρύφησε στην κιθαριστική καθαρότητα με ίχνη prog rock, και στην οποία αποτίει φόρο τιμής ουσιαστικά ο John Gallo με τους Blizaro· οι οποίοι ξεκίνησαν ως προσωπικό του project, αλλά στην πορεία αναβαθμίστηκαν σε ολοκληρωμένη μπάντα. Ήδη άλλωστε από τους ζωηρά ημι-πένθιμους, ημι-αλλόκοσμους χρωματισμούς του εξωφύλλου, μπορεί να ψυλλιαστεί κανείς την αφοσίωση στην ατμόσφαιρα του Suspiria.
Εδώ όμως σημαντικότατο κεφάλαιο αποτελεί και η έτερη μήτρα του ιδιώματος, κοινώς οι Candlemass. Οι Σουηδοί είναι ανιχνεύσιμοι τόσο συνθετικά, στο επικό τετράπτυχο που αποτελεί το πρώτο μισό του δίσκου, όσο και στα φωνητικά του ίδιου του Gallo: η αφοσίωσή τους σε εκείνα του Messiah μπολιάζεται με μια δηκτικότητα που αντιπαλεύει το σαφώς μικρότερο τεχνικά εκτόπισμά τους. Εν τέλει, καταλήγει να στέκεται αξιοπρεπώς –σαν ένας φυματικός Messiah, κλειδωμένος στον πύργο του. Όσον αφορά το προαναφερθέν υποσύνολο που ανοίγει το άλμπουμ, εδώ ενσωματώνεται η μαεστρία των Mercyful Fate, η ακουστική πτυχή των επικών Bathory (το “Interludio” είναι στημένο πάνω στα ακουστικά μέρη του “Blood On Ice”) και η τεχνοτροπία των Candlemass. Το αποτέλεσμα είναι τουλάχιστον καλοφτιαγμένο. Παρά μια πιθανή αίσθηση επαναληψιμότητας, διαφαίνεται η δημιουργική αφοσίωση του συνθέτη στις πηγές της λατρείας του.
Οι Blizaro συνεχίζουν την περιπλάνηση εντός της κλασικής doom οδού, κάνοντας περάσματα από διάφορα σημεία αυτής (μέχρι και ίχνη από το doom/death των My Dying Bride εντοπίζονται), καταφέρνοντας να διατηρήσουν την αυθεντικότητα της αγνής λατρείας του είδους. Το groove των Cathedral μπλέκεται έτσι με τη μονολιθικότητα των Pagan Altar και όλα πασπαλίζονται με μια εμφανή 1980s heavy αύρα, μα και από μια πιο υποβόσκουσα ψυχεδέλεια. Οι συνθέσεις είναι μεστές, δεμένες, δίχως τη στόφα του κλασικού, την οποία ούτως ή άλλως δεν φαίνεται να την αναζητούν. Το άλμπουμ έχει επομένως ποιοτικά όρια και το γνωρίζει, χωρίς να δείχνει να ενοχλείται ιδιαίτερα από το γεγονός.
Τέλος, μια συγγένεια με τους Goblin (δια της οδού του soundtrack του Suspiria) εγκαθιδρύεται στο instrumental “Interludio”, με τις καλύτερες μάλιστα δυνατές περγαμηνές –μέσω αφηγηματικών, κυνηγετικών πλήκτρων, τα οποία διατυμπανίζουν την ψυχεδελική υφή αυτής της τέχνης. Ακόμη και η σύνθεση «φυσιολογικών» κομματιών (όπως το “The Staircase”) δεν διστάζει να ακολουθήσει τις διδαχές των Ιταλών μαστόρων της horror ατμόσφαιρας, δημιουργώντας κοιτίδες νέου ενδιαφέροντος τη στιγμή που νιώθεις πως ο δίσκος έχει αρχίσει να πλατιάζει.
Ένα ποικιλόμορφο άλμπουμ, με σφιχτές, καλοδουλεμένες συνθέσεις, το οποίο ακροβατεί ανάμεσα στον παραισθητικό ατμοσφαιρικό τρόμο και το διακαές επικό συναίσθημα. Το Cornucopia Della Morte (Η Αφθονία του Θανάτου) μπορεί να εκτιμηθεί σωστά μονάχα ως μια δήλωση λατρείας του John Gallo προς τη σκηνή των συμπατριωτών του κατά κύριο λόγο, και κατά δεύτερον προς ολόκληρο το οικοδόμημα του doom metal. Άλλωστε μιλάμε για έναν άνθρωπο που παίζει σε 5 συγκροτήματα, καθένα από τα οποία προσπαθεί να δει το είδος αυτό από μια διαφορετική οπτική.
{youtube}3xEFNqJF-n0{/youtube}