Μετά από 3 πληθωρικούς δίσκους ως ορχήστρα 30 μουσικών, το τρίο των Mats Gustafsson (σαξόφωνα), Johan Berthling (κοντραμπάσο) & Andreas Werliin (τύμπανα), επιστρέφει στα εξ ων συνετέθη. Και, τηρουμένων των αναλογιών για ένα σχήμα το οποίο, παρά τις ψυχεδελικές του απολήξεις, μάλλον θα πρέπει να εγγραφεί στη γενεαλογία εκείνη της ευρωπαϊκής τζαζ στην οποία δεσπόζει η μορφή του Peter Brötzmann (και η άγρια ελευθερία που ξεπηδά από δίσκους όπως λ.χ. το Machine Gun του 1968 ή το Low Life του 1987), κρατούν τα πράγματα απλά και ήσυχα, δίχως να φυτιλιάζουν με την πρώτη ευκαιρία.
Παράλληλα με τον περιορισμό των γνωστών τους καταδρομικών, οι Fire! ψάχνουν (και βρίσκουν) τη γοητεία σε σχεδόν άδειους χώρους, στους απόηχους των ήχων. Γίνονται έτσι πιο υπόγειοι, παίζουν με την αφαίρεση και καταλήγουν με μια ένταση που, κατά κάποιον τρόπο, διαρκώς αυτοαναιρείται, αφού φτάνει να στηρίζει περισσότερα στην αδημονία παρά στην έκρηξη και στην εκπλήρωση. Παρόλα αυτά, η ένταση καταφέρνει και είναι διαρκώς παρούσα: βρίσκει τον τρόπο δηλαδή να διαχέεται σε ολόκληρο το corpus του δίσκου, έστω κι αν χρειάζεται να γίνει πιο υπόρρητη –να υπονοείται περισσότερο, παρά να επισημαίνεται σαφώς.
Τούτων λεχθέντων, γίνεται αρκετά εύκολο να υποκύψουμε στον πειρασμό να διαβάσουμε τη μουσική σε αντιστοιχία με τους τίτλους που επιχειρούν να της προσδώσουν μια κάπως ποιητική υπόσταση. Μοιάζουν άλλωστε να κουμπώνουν μεταξύ τους –«μοιάζουν», διότι σε τέτοιες περιπτώσεις η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρος κατά πόσο αυτό που βλέπεις/ακούς/αισθάνεσαι είναι η προβολή της επιθυμίας σου να το αντιληφθείς μ’ έναν συγκεκριμένο τρόπο και κατά πόσο είναι όντως έτσι.
Εν πάση περιπτώσει, ο δίσκος ξεκινάει με την πιο δυναμική του στιγμή. Προλαβαίνει ωστόσο, από τα πρώτα του δευτερόλεπτα, να φωτίσει εκείνους τους σχεδόν άδειους χώρους, τους απόηχους των ήχων. Το αρχικό ακόρντο του “She Owned His Voice” προφέρεται κι ύστερα αφήνεται να σβήσει προτού ξαναριχτεί, τονίζοντας τη διάχυση και τη φυσική του εξασθένιση ίσως περισσότερο κι από την ατάκα του. Από αυτούς τους άδειους χώρους, θα μας πάρει λίγο αργότερα ο Werliin με το ride και μ’ ένα ξερό χτύπημα στο ταμπούρο του. Οι ασκοί του Αιόλου έχουν πλέον ανοίξει, το κοντραμπάσο του Berthling ανταποκρίνεται αμέσως και η rhythm section σύντομα θα αρπάξει φωτιά· ο Gustafsson και οι στριγκλιές του βαρύτονου σαξοφώνου του δεν θ’ αργήσουν να ηγηθούν της αναταραχής. Στήνεται έτσι μια υψηλής πυκνότητας free jazz, για να νοηματοδοτήσει την απώλεια της κυριότητας που πρωτίστως υπονοεί ο τίτλος του κομματιού. Από πίσω, εντωμεταξύ, εκείνο το ακόρντο εξακολουθεί να προφέρεται και να σβήνει, να προφέρεται και να σβήνει…
Στα επόμενα 36 (από τα 44 συνολικά) λεπτά, ο δίσκος δεν θα υπάρξει ξανά τόσο καταιγιστικός. Άλλωστε, έχοντας χάσει πλέον την κυριότητα της φωνής του, εκείνος έχει πάψει πλέον να είναι πρωταγωνιστής. Ούτε όμως είναι και εκείνη, καθώς οι τίτλοι μάς δείχνουν περισσότερο μια αντανάκλαση, ένα διαφεύγον υπόλοιπο, παρά μια αδιαμφισβήτητη παρουσία: “She Sleeps, She Sleeps”, “She Bid A Meaningless Farewell” και “She Penetrates The Distant Silence, Slowly”.
Θα λέγαμε ότι μπαίνουμε μέσα σε μία διαλεκτική συνθήκη στην οποία και τα δύο μέρη είναι, κατά κάποιον τρόπο, παθητικά: εκείνος έχει πλέον χάσει τη βούληση που εμπεριέχεται στο ενέργημα της ομιλίας (αν και διατηρεί τη δυνατότητα της φωνής), εκείνη διατρυπάει την απόμακρη σιωπή, με τα μουσικά συμφραζόμενα να υπονοούν περισσότερο ότι το κάνει καθώς απορροφάται από αυτή, παρά σπάζοντάς την. Εξ ου και η έμφαση των Fire! στους απόηχους, στο πώς σβήνει μια νότα μέσα στο υπόλοιπο μουσικό περιβάλλον. Ακούστε π.χ. ένα σημείο στο “She Sleeps, She Sleeps” (εκεί στα 3,5 από τα 14 λεπτά της σύνθεσης), όπου ο Gustafsson επιδίδεται σ’ ένα τραχύ θέμα (σαν να διαμαρτύρεται για εκείνη την απώλεια της κυριότητας που έχει επέλθει λίγα λεπτά νωρίτερα), καταλήγοντας σε μια εξαιρετικά αισθαντική κατακλείδα, την οποία αφήνει να σβήσει μέσα στην ελλειπτική γκρούβα που έχουνε στήσει από την αρχή ο Berthling με τον Werliin (καθώς και στα άδεια –αλλά ηλεκτρισμένα– ακόρντα της κιθάρας του Oren Ambarchi, ο οποίος συμμετέχει στη συγκεκριμένη σύνθεση).
Σχεδόν σε ολόκληρο τον δίσκο, υπάρχει μια μετατόπιση του ενδιαφέροντος από την παρουσία στην έκλειψη (ως διαδικασία απόσυρσης του εαυτού) ή, σπανιότερα, στην παντελή απουσία. Στην παραπάνω περίπτωση, ας πούμε, το τραχύ εκείνο θέμα του Gustafsson αποκτά νόημα μόνο όταν αρχίζει να χάνεται μέσα στον αισθησιασμό της κατακλείδας και του ελλειπτικού ρυθμού των Berthling/Werliin. Αυτή η έμφαση στην έκλειψη (η παθητικότητα της διαλεκτικής που αναφέραμε παραπάνω) δεν θα πρέπει να αποκτά a priori αρνητικό πρόσημο. Διότι μπορεί να σημαίνει την άφεση στην καταστασιακή ροή της συνθήκης, εκεί όπου μια κάποια απομάκρυνση από τον εαυτό και τις κατηγορηματικές του προσταγές κρίνεται μάλλον απαραίτητη. Κάτι τέτοιο, βεβαίως, σημαίνει επίσης θέματα που αρνούνται πεισματικά να τελεσιδικήσουν: σαν να θέλουν να μείνουν για πάντα εκκρεμή, γεμίζοντας τον τόπο με αμφισημίες, μα και φωτίζοντας τις χαραμάδες πράξεων, εκφράσεων και συναισθήσεων. Σημεία, δηλαδή, στα οποία κρύβεται, αν ρωτάτε εμένα, όλη η ουσία, αν δεν αποτελούν, έστω, μία από τις κύριες πηγές γοητείας –του δίσκου, και όχι μόνο.
Για να μην σας κουράζω παραπάνω, θεωρώ το She Sleeps, She Sleeps σαν μια άσκηση των Fire! στην αφαίρεση και στην ποιητική δυναμική της μουσικής τους. Θεωρώ επίσης ότι ανταποκρίνεται περίφημα σ’ έναν τέτοιο στόχο, καθώς καταφέρνει, χωρίς να απεμπολεί τη γνωστή τους τραχύτητα, να μεταφέρει το γκρουβ ακόμα και (ή ιδίως) στις στιγμιαίες σιωπές του –εκείνο το πάντοτε υπόγειο γκρουβ που, ενώ περισσότερο υπονοείται παρά εκφράζεται ρητά, καταγράφει μια διαρκή παρουσία (το μόνο ίσως που μπορεί να καυχηθεί κάτι τέτοιο στο παρόν ηχογράφημα). Έχω βέβαια ήδη αναφέρει ότι ενδέχεται όλα τα παραπάνω να συμβαίνουν στο κεφάλι μου και μόνο, στην απόσταση που μεσολαβεί από το αυτί στο κέντρο επεξεργασίας του εγκεφάλου· οπότε λάβετε κι εσείς τα μέτρα σας…
{youtube}rQh_m-YxXJ4{/youtube}