Οι Chills δεν ήταν ποτέ μπάντα με την κλασική έννοια της λέξης. Έμοιαζαν περισσότερο με το προσωπικό στοίχημα ενός ανθρώπου βουτηγμένου στη σύγχυση, στην ανασφάλεια και τελικά στην κατάθλιψη που επιφέρουν τα βαριά ναρκωτικά. Οι δίσκοι δηλαδή του Martin Phillipps και όσων (αρκετών) ατόμων συνιστούσαν κατά καιρούς τους Chills, αφήνουν μία γλυκόπικρη αίσθηση· αποτέλεσμα ακριβώς αυτής της προσπάθειάς του να βρει το φως ανάμεσα στο σκοτάδι των επιλογών του.

Προερχόμενοι ως outsiders από την ιδιαίτερη jungle pop σκηνή του Dunedin, οι Chills αγαπήθηκαν από τους συμπατριώτες τους και με μερικά κατόπιν διεθνή χιτάκια –όπως το “Pink Frost”, το “I Love My Leather Jacket” και αργότερα το “Heavenly Pop Hit”– δημιούργησαν βάσεις πιστών οπαδών ανά την υφήλιο. Αλλά 19 (ολόκληρα) χρόνια μετά την τελευταία τους προσπάθεια, γεννιέται αναπόφευκτα ένα πολύ συγκεκριμένο ερώτημα: κατά πόσο χρειάζεται σήμερα ο μουσικός κόσμος την οπτική τους, σε ένα σκηνικό που έχει χορτάσει από επιστροφές, αναβιώσεις και παρωχημένες indie pop ευαισθησίες; 

Στο Silver Bullets οι Νεοζηλανδοί πιάνουν τα πράγματα ακριβώς από εκεί όπου τα άφησαν το 1996 με το Submarine Bells. Και δεν εννοώ μόνο σε προσωπικό επίπεδο ύφους, μα και στην ευρύτερή τους διάσταση, αφού εδώ τα 1990s ακούγονται, αλλά και διαβάζονται, περισσότερο σαν φανταστική προβολή στο μέλλον, παρά σαν μακρινή ανάμνηση. Αυτό ακριβώς το χρονικό ανακάτεμα προσδίδει στον δίσκο μία αίσθηση στιλιστικής προσαρμοστικότητας: σε όποια και από τις τελευταίες 4 δεκαετίες και αν κυκλοφορούσε, θα τον συνόδευε ένας διαφορετικός χαρακτηρισμός, πάντα θετικά φορτισμένος. Στη δικιά μας χρονική συγκυρία, λέξη-κλειδί είναι η «διαχρονικότητα».

H προβολή λοιπόν των 1990s ως μία ρομαντική, οικολογική δυστοπία μοιάζει σαν να έχει ποτίσει κάθε ηχητική και θεματική γωνία του Silver Bullets. Στο “Warm Waveform” και στο ομότιτλο κομμάτι οι κιθάρες ακούγονται αγχολυτικά οικείες και απολαυστικά περιπετειώδεις, ενώ τα τύμπανα κρούουν αέρινα και μεταιχμιακά, κάπου ανάμεσα στις τελευταίες στιγμές των 1980s και στις πρώτες των 1990s. Στην ίδια λογική, τα “Aurora Corona” και “Molten Gold” αποπνέουν μία χρονικά ασύμβατη με το παρόν αισιοδοξία. Δεν σε νοιάζει καθόλου όμως να αναζητήσεις την προέλευσή της, ενώ διαθέτουν κι ένα big-sound εκτόπισμα το οποίο περισσότερο θυμίζει R.E.M. προ 20 (και βάλε) ετών, παρά τους indie poppers του Dunedin.

Αλλά ακόμη και η στιχουργική ραχοκοκαλιά την οποία χαϊδεύει ο Martin Phillipps έρχεται να πατήσει το skip στην ύπαρξη των 1990s. Οι σκέψεις του πάνω στην οικολογική καταστροφή του πλανήτη και στα υποχθόνια γεωπολιτικά παιχνίδια γίνονται αντιληπτές ως προειδοποιητικά μηνύματα για ένα μέλλον που πλησιάζει –όχι ως κριτική για ένα παρελθόν γεμάτο από τέτοια περιστατικά. Προσέξτε λ.χ πώς οι ελεγειακές κιθάρες και η δραματουργική αφήγηση του “Underwater Wasteland” αναδεικνύουν τις ανησυχίες του για την παράνομη αλιεία και τη μόλυνση των υδάτων ή πώς το “American Says Hello” ηχεί ως ένα συνειδητοποιημένο, ακτιβιστικό σχέδιο.

Είναι αλήθεια πως το κεντρικό concept του Silver Bullets ακροβατεί επικίνδυνα ανάμεσα στην αφέλεια και στον ρομαντισμό. Ειδικά κομμάτια σαν το “Tomboy” και το “I Can’t Help You” μοιάζουν σαν να εκβιάζουν εξόφθαλμα έναν ανύπαρκτο συναισθηματισμό. Όλα πάντως βγάζουν νόημα στο λυτρωτικό οχτάλεπτο του "Pyramid/ When The Poor Can Reach The Mood", που πλέον φαντάζει ως το πιο ξεχωριστό κομμάτι σε ολόκληρη τη δισκογραφία των Chills: μόνο εδώ ο Phillipps κοιτάζει πραγματικά στα ίσα την προσωπική παρακμή που γνώρισε στα 1990s. Δεν προσπαθεί να την εξωραΐσει και φτάνει τελικά –μέσω μίας σπειροειδούς σκάλας– στο σημείο εκείνο που αντικρίζει από απόσταση και με ασφάλεια το παρελθόν του («up there, at the top of the stair, staring down in wonder»).

Και πράγματι, στην κορυφή της σκάλας τους, οι Chills θα προσθέτουν πάντα κάτι στην οπτική μας για τον (μουσικό) κόσμο.

{youtube}chwfFVM30Vc{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured