Η λαμπερή, φαντασμαγορική ζωή του Χούλιο βρισκόταν πάντα σε πρώτο πλάνο, με το έργο του να έπεται. Πρωτίστως δηλαδή προβλήθηκε και καταναλώθηκε ως ένας μοντέρνος Καζανόβας με δισκογραφία, ως «πρότυπο» Λατίνου εραστή για την εποχή της σεξουαλικής απελευθέρωσης, παρά ως ένας από τους πιο πετυχημένους Ισπανούς τραγουδιστές του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα. Κι ας μετράει πωλήσεις της τάξης των 300.000.000 αντιτύπων, σε πλανητική κλίμακα.
Ακόμα και σήμερα, πολλοί θαυμαστές δυσκολεύονται να διαλέξουν τους «σπουδαίους» του δίσκους, ενώ θυμούνται πιο εύκολα τον λουσάτο (πρώτο) γάμο του με την 20χρονη δημοσιογράφο-απόγονο της οικογένειας που κατέχει τους αριστοκρατικούς τίτλους των μαρκησίων της Αλταμίρα, όπως βέβαια και τη μετέπειτα σχέση με μια Ολλανδέζα μοντέλα 23 χρόνια νεότερή του, την απίστευτη παραθαλάσσια έπαυλη στο Indian Creek της Φλόριντα ή τις πρόσφατες μεγαλοεπενδύσεις στη Δομινικανή Δημοκρατία (όπου πλέον ζει), οι οποίες τον έκαναν συνιδιοκτήτη του διεθνούς αεροδρομίου της χώρας.
Ίσως όμως τώρα, τώρα που ο Julio Iglesias μας αποχαιρετά καταθέτοντας το τελευταίο του στούντιο άλμπουμ και κλείνοντας μια δισκογραφική καριέρα που βαστάει από το 1969, να έφτασε και ο καιρός να πάψουμε τις κοροϊδίες και να του πούμε αντίο αποδίδοντάς του όσα του αξίζουν ως καλλιτέχνη.
Διότι ναι μεν πούλησε πρωτίστως μια αψεγάδιαστη εικόνα με υπερπροβαρισμένα χαμόγελα-οδοντόκρεμα και αναρριχήθηκε σε είδωλο του διεθνούς easy listening μέσω της Λαμίας των κοσμικών πρωτοσέλιδων, πίσω όμως απ' όλα τούτα βρίσκεται ένας εξαιρετικός ερμηνευτής ερωτικού ρεπερτορίου κι ένας ικανός τραγουδοποιός –ένας, τηρουμένων των αναλογιών, Τόλης Βοσκόπουλος της ισπανόφωνης μουσικής. Και το México κάνει πολύ καλή δουλειά στο να μας το ξανατονίσει αυτό, όσο κι αν πρόκειται για έναν δίσκο βετεράνικο, ο οποίος κάθεται αναπαυτικά στα καθιερωμένα στάνταρ και δεν επιδιώκει ούτε φευγαλέα την έκπληξη.
Στο México, ο Iglesias επιλέγει σοφά να μη γράψει δικά του τραγούδια. Δεν έχει, εδώ και καιρό, κάτι να πει και ό,τι και να επιχειρούσε θα ήταν έτσι βαπτισμένο στα κλισέ. Κάθεται λοιπόν πίσω από το μικρόφωνο –εκεί όπου έλαμψε το άστρο του– και ήδη από το εναρκτήριο "Usted" θέτει τον τόνο όλου του δίσκου: χαλαρές ηλεκτρικές κιθάρες και τύμπανα που θα τα ζήλευαν οι αμερικάνικες AOR παραγωγές, ενορχηστρώσεις εγχόρδων με πατίνα μιας δραματοποιημένης αστικής πολυτέλειας που «λατινίζουν» κατά το δοκούν και βέβαια χαρμολύπη εκφρασμένη με κλάση, πασιόνε και με υποδειγματική άρθρωση (ακούς πεντακάθαρα κάθε, μα κάθε φθόγγο).
Έτσι κυλάει και το υπόλοιπο άλμπουμ, πότε με επιτυχείς, καλοφτιαγμένες επιλογές, πότε με λιγότερο ενδιαφέροντα τραγούδια, που είτε γλιστράνε στο ίδιο τους το σιρόπι και ξεγωφιάζονται, είτε επιδεικνύουν παλιατζίδικες λογικές, με αποτέλεσμα οι κιθάρες τους να ηχούν χειρότερα κι από εκείνες των ύστερων δίσκων του Santana. Σε γενικές πάντως γραμμές, το υλικό είναι αξιοπρεπές και δεν αποπειράται να μασήσει μεγαλύτερη μπουκιά απ' αυτή που χωράει το στόμα του. Και, πάνω απ' όλα, αφήνει χώρο στον Χούλιο για μια τελευταία performance.
Όχι τη μεγαλύτερη ή την καλύτερή του, μα μια performance ουσιαστική, συχνά συγκινητική και οπωσδήποτε τίμια. Παρατηρήστε τον στο "Sway" του Dean Martin, λ.χ.: τόσες φορές το έχουμε ακούσει, όμως κάτι έχει να πει κι εκείνος, υπάρχει προσωπικότητα στη διασκευή του –σε πλήρη μάλιστα σύμπνοια με τον σέξι εξωτισμό του τραγουδιού και παράλληλα σε ευδιάκριτη απόσταση από τις «κάνουμε έρωτα μα όχι σεξ» εκδοχές που μπορεί κανείς ν' ακούσει εδώ κι εκεί στη μαστιζόμενη από το σουίνγκ Αθήνα των καιρών μας (διότι περί μάστιγας πρόκειται). Είναι λοιπόν βέβαιο ότι θα παραμείνει απολαυστικός στο συναυλιακό σανίδι ο Iglesias, από το οποίο δεν σκοπεύει να αποσυρθεί παρά όταν σημάνει η καμπάνα του Καστροκαταλύτη.
Αντιός, Χούλιο. Σε κορόιδευα μικρός που τόσα ήξερα/τόσα έλεγα, αλλά να που έφτασα να σε παραδέχομαι κι ας μην έγινα ποτέ fan.
{youtube}-PHq26Z-bMg{/youtube}