Υπάρχουν μπόλικες περιπτώσεις μουσικών που, σε μια απόλυτη έκφανση θαυμασμού προς τα είδωλά τους, προσπάθησαν να αποδώσουν έργα αυτών διασκευάζοντας ή μιξάροντας εκ νέου τα πρωτότυπα. Είτε συμμετέχοντας σε κάποιο tribute, είτε συμπεριλαμβάνοντας bonus κομμάτια στα δισκογραφήματά τους ακολουθώντας πιστά την αρχική φόρμα, είτε αποδομώντας και ανακατασκευάζοντάς τα στα δικά τους μέτρα, κάνοντάς τα αγνώριστα. Έτσι και ο Ryan Adams: επέλεξε να δείξει τον θαυμασμό του σε ένα δικό του πρότυπο και μάλιστα απόλυτα σύγχρονό του. Και το έκανε με τέτοια προσήλωση, ώστε δεν αρκέστηκε σε μεμονωμένα τραγούδια, αλλά επεκτάθηκε σε ένα ολόκληρο άλμπουμ, καθεαυτό, κυκλοφορίας μόλις του 2014! Αφήστε που διατήρησε ανέπαφο τόσο τον τίτλο, όσο και την ακριβή σειρά των τραγουδιών του.
Ο εν λόγω δίσκος δεν είναι άλλος από το 1989 της Taylor Swift(!). Κι εδώ ακριβώς βρίσκεται το σημείο όπου τα πράγματα παίρνουν μια απροσδόκητη τροπή προς το σουρεάλ. Ο Ryan Adams αποκάλεσε (θαρραλέα) τον ήχο του ως «τομή μεταξύ Bruce Springstean και Smiths», σε ένα παράλληλο μουσικό σύμπαν. Μέσα σε όλα αυτά, δεν ξέχασε να σημειώσει πόσο τον βοήθησε η ακρόαση του 1989 κατά το διαζύγιό του με την ηθοποιό/μουσικό Mandy Moore... Όπως ακριβώς δηλαδή θα έκανε και η τυπική Plain Jane teenager από το Νάσβιλ, αφού χώριζε με τον Regular John φίλο της, λίγο πριν πάει για shopping στο Green Hill Mall με τις φιλενάδες της και πνίξει τον πόνο της στο Cheesecake Factory. Μάλιστα...
Πέραν πάντως του ασυνήθιστα αφελούς κινήτρου, πρέπει να αποδωθούν στον Ryan Adams τα kudos που του αναλογούν: κατόρθωσε όντως να μετατρέψει το πιασάρικο teen pop περιεχόμενο του 1989 σε κάτι το περισσότερο «ενήλικο», μορφοποιώντας το ηχητικά στα πλαίσια της τυπικής americana που ο ίδιος υπηρετεί με άνεση και συνέπεια εδώ και μια 15αετία. Έτσι, χαμηλώνει τους τόνους ή ηλεκτρίζει την ατμόσφαιρα όπου χρειάζεται και δίνει μια σαφώς διαφορετική ροή σε τούτη εδώ την έκφανση της Taylor Swift. Είναι λοιπόν πέρα ως πέρα καλοδεχούμενη, ενώ επιδέχεται και συγχαρητηρίων, ως έναν βαθμό. Ωστόσο δεν αποφεύγει να καταφύγει στους γνωστούς του μανιερισμούς, που η αλήθεια είναι πως έχουν εδώ και πολύ καιρό καταντήσει κουραστικοί –ειδικά αν σκεφτεί κανείς πως πρόκειται για τον 15ο δίσκο του.
Έτσι, πέρα από την αλλόκοτη ιστορία πίσω από τη δημιουργία του, το κατά Adams 1989 δεν έχει τίποτα νέο να προσφέρει στον ίδιο ή στους πιστούς του ακροατές: είναι η έμπνευση ενός άλλου καλλιτέχνη που το κινητοποιεί, ιδωμένη μέσα από τα στενά πλαίσια στα οποία ο 41χρονος τραγουδοποιός από τη Βόρεια Καρολίνα λειτουργεί εδώ και χρόνια. Περισσότερο λοιπόν ως άσκηση υφολογικής ισοπέδωσης ή ως μέσο για φλερτ θα το παρομοίαζε κανείς (αν ειδικά λάβουμε υπόψιν τον αρχικά ιδιωτικό χαρακτήρα του project), παρά με στιβαρή πρόταση. Κυλάει βέβαια αβίαστα και ανώδυνα ο δίσκος, κατά στιγμές ίσως και ευχάριστα. Τίθεται όμως εδώ ένα καίριο ερώτημα: από πότε ένας καλλιτέχνης πρέπει να αρκείται στον αυτόματο πιλότο για να παράγει δίσκους; Και γιατί αυτοί να λαμβάνουν θετική αποδοχή (κριτική ή εμπορική), στη βάση ενός «εναλλακτικού» βιογραφικού και μόνο;
Γίνεται λοιπόν προφανές πως, κάπου στην πορεία, ο πρώην Καρδινάλιος Adams δεν κατάφερε να κρατήσει τις ισορροπίες όσον αφορά τη σχέση ποιότητας/ποσότητας στη δισκογραφία του. Δεν αποτελεί πλέον γεγονός η αναγγελία μιας νέας κυκλοφορίας εκ μέρους του, ούτε αναμένεται από εκείνον η οποιαδήποτε έκπληξη –πόσο μάλλον κάποιο άλμα στην απόδοσή του, που θα τον έκανε να συζητηθεί περισσότερο από μερικές μέρες στις τάξεις των σύγχρονων μουσικόφιλων. Καταλήγει έτσι να προσαρμόζει μεν την (αμφισβητούμενης ποιότητας) τραγουδοποιία της Taylor Swift στα μέτρα του, αλλά ταυτόχρονα να μην κατορθώνει να προκαλέσει καμία απολύτως ιδιαίτερη αίσθηση πέραν του «μία από τα ίδια».
{youtube}g3WlNjExg0E{/youtube}