Είναι, νομίζω, κοινός τόπος ότι το post-rock εξάντλησε τη δυναμική του ως αυτοτελής τεχνοτροπία γύρω στα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας (ή και λίγο νωρίτερα). Έκτοτε βέβαια επιβιώνει με διάφορες μορφές, όπως λ.χ. μ’ αυτή της υπενθύμισης: με συγκροτήματα δηλαδή τα οποία μπορεί μεν να τροποποιούν εδώ ή εκεί την «πρόσοψη» της μουσικής τους, αλλά που ουσιαστικά στηρίζονται στην ίδια πάνω-κάτω λογική, ανακαλώντας ένα συγκεκριμένο παρελθόν· κάπως έτσι θα μπορούσε να αναγνωστεί η πορεία των Mogwai ή των Godspeed You! Black Emperor, στις μέρες μας. Μια άλλη μορφή είναι εκείνη της γόνιμης συνάντησης με μουσικές που κρατάνε από διαφορετικές γενεαλογίες και μια πορεία σε πιο ανοιχτούς ορίζοντες.
Οι Esmerine ανήκουν σαφώς στη δεύτερη κατηγορία. Ίσως μάλιστα κι ο όρος post-rock να τους φορέθηκε κάπως καταχρηστικά, μιας και δεν περιγράφει τόσο την ίδια τη μουσική τους, όσο το βιογραφικό των δύο ιδρυτικών τους μελών (εκ των τεσσάρων σταθερών), του Bruce Cawdron και της Beckie Foon –οι οποίοι συναντήθηκαν στους Set Fire To Flames και έχουν συνεργαστεί κατά καιρούς με τους βασικότερους εκφραστές του χαρακτηριστικού εκείνου ήχου που ευδοκιμούσε στο Μόντρεαλ στην αλλαγή του αιώνα, τους Godspeed και τους Silver Mt Zion. Για παράδειγμα στην προηγούμενη δουλειά των Esmerine, το Dalmak (Constellation, 2013), υπήρχε μεν μια γενική κατεύθυνση προς κάτι post, αυτό όμως που αναδυόταν πιο ευκρινώς δεν ήταν το ροκ, αλλά οι προεκτάσεις προς τη μουσική παράδοση της Ανατολίας.
Στο Lost Voices το πράγμα είναι λιγάκι διαφορετικό, δεδομένου ότι οι Καναδοί γέρνουν όντως προς τις ροκ καταβολές τους, αν και χωρίς να ξεχνάνε την ανήσυχη γενικώς διαδρομή που τους έφερε μέχρις εδώ. Εντοπίζεται λοιπόν εύκολα η post-rock ρίζα (λ.χ. σε κομμάτια όπως τα “Funambule (Deus Pas De Serein)”, “A River Runs Through This City” και “19:14”). Το ίδιο εύκολα όμως εντοπίζει κανείς και στιγμές στις οποίες το τσέλο της Foon και το βιολί της Sophie Trudeau των Godspeed (η οποία συμβάλλει ως guest) φέρνουν στο προσκήνιο έναν πιο κλασικίζοντα ρομαντισμό (βλ. π.χ. τη σύνθεση “A Trick of the Light”) ή στιγμές όπου ασκούνται σε ό,τι θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «οργανικό ambient».
Σημειώστε πως οι Esmerine έχουν αυτό που στα συγκεκριμένα συμφραζόμενα θα αποκαλούσαμε χαρακτήρα. Αν συγκρίνουμε δηλαδή το Lost Voices (το 5ο στούντιο άλμπουμ τους) με το προηγούμενο Dalmak, θα δούμε ότι, παρότι πρόκειται για δύο αρκετά διαφορετικές δουλειές, κερδίζουν το στοίχημα για τον ίδιο λόγο: για εκείνο το ιδιαίτερα οξυμένο αισθητήριο, με το οποίο καταφέρνουν να ενσωματώνουν στοιχεία, χωρίς να αφομοιώνονται από εκείνα. Η ενσωμάτωση τώρα, εκτός του ότι προϋποθέτει την ύπαρξη ενός σώματος (ή ενός χαρακτήρα, όπως το είπαμε παραπάνω), έχει την ιδιαιτερότητα να μένει –ως διαδικασία– πάντοτε ανοιχτή και ατελής. Σε αντίθεση με την αφομοίωση, το ιδεώδες της οποίας είναι η απόλυτη ταύτιση, η ενσωμάτωση επιτρέπει ταυτόχρονα και τη διαφυγή: ευνοεί τη συνάντηση με άλλες ενσωματώσεις και τελικά αφήνει χώρο ώστε η πολυσυλλεκτικότητα να μπορεί να εμπεδωθεί στην πράξη.
Έτσι, οι Esmerine παίζουν μεν post-rock, δεν γίνονται όμως μια post-rock μπάντα. Χρησιμοποιούν δηλαδή αρκετά από τα εκφραστικά του μέσα (την επαναληπτικότητα, τις αυξομειώσεις στην ένταση ή την απλούστευση του ριφ), δίχως όμως να εγκλωβίζονται στις αυστηρές του πειθαρχίες. Δανείζονται τρόπους, αν προτιμάτε, ενώ η γενική τους προσέγγιση ψάχνει διαρκώς για συνδέσεις. Κάτι που δίνει στο Lost Voices έναν αέρα (σχετικής, έστω) ελευθερίας και μια κάπως πιο ενεργητική μελαγχολία, η οποία, αντί να χάνεται στα βαθιά της σκοτάδια, προτιμά να μετεωρίζεται μεταξύ των πολλών αποχρώσεών της. Ο δίσκος διέρχεται έτσι από αρκετές «φάσεις», διατηρώντας σχεδόν πάντα μια ρέουσα δυναμική και μια επιτελεστική ευστοχία.
Γράφω «σχεδόν πάντα», γιατί υπάρχουνε στο Lost Voices ορισμένες στιγμές στις οποίες ο παραπάνω μετεωρισμός χάνει την ευκινησία και τον παλμό του· στιγμές όπου η επιμονή σε ορισμένα μοτίβα αρχίζει να μετατρέπεται σε εμμονή. Κάτι που αφήνει τα σημάδια του, αν κληθούμε να αποτιμήσουμε το άλμπουμ στο σύνολό του, μολονότι σίγουρα δεν μιλάμε για γενική τάση, αλλά για κάτι που μένει στη σφαίρα της μερικότητας· χαρακτηρίζοντας περισσότερο τις εξαιρέσεις, παρά τον κανόνα.
Έτσι, το Lost Voices χάνει στα σημεία τον χαρακτηρισμό «θαυμάσιο», όπως ακριβώς συνέβη και με τον προκάτοχό του. Ωστόσο, θα πρότεινα να μην καταλήξουμε με μια κατακλείδα του τύπου «οι Esmerine χάνουν την ευκαιρία να φτιάξουν το αριστούργημά τους», κυρίως γιατί έτσι θα μετατοπίσουμε την εστίαση από τα όσα όντως καταφέρνουν σε μια κενολογία. Γιατί δεν είναι λίγα τα πρώτα, τόσο σε επίπεδο αποτελέσματος, όσο και σ’ αυτό της γενικότερης προσέγγισης.
{youtube}ZreFtuJmObg{/youtube}