Οι Καναδοί Revenge είναι εδώ και χρόνια το ηχητικό ανάλογο μιας απρόσωπης καταστροφικής (φυσικής) δύναμης, ενός θορυβώδη ανεμοστρόβιλου που παρασέρνει με άλογη μανία οποιαδήποτε αξίωση για αρμονικά δομημένη ακραία μουσική. Το ιδιαίτερο φλερτάρισμα με το grind και το noise, όσον αφορά τη συνθετική προσέγγιση, μεταφράζεται σε αδυναμία συνειδητής χαρτογράφησης των δημιουργημάτων της μπάντας από τη μεριά του ακροατή· είναι εξαιρετικά δύσκολο να μνημονεύσεις ακριβείς δομές κομματιών, λόγω του ηχητικού χάους στο οποίο υπακούν.

Η βίωση έργων όπως το φετινό (και πιθανώς πιο ακραίο) 5o άλμπουμ τους, στηρίζεται λοιπόν περισσότερο σε μια αισθητική άφεση του ακροατή, σε μια βύθιση στους απορρέοντες του θορύβου κλυδωνισμούς επί του ανερμάτιστου μουσικού όγκου, παρά στη νοητική κυριαρχία επί του υλικού. Πρόκειται για καθαρά ιμπρεσιονιστική μουσική, ίσως σε πολύ πιο αγνή μορφή από άλλες, που συνάδουν με τη λογική προς όφελος της αποδόμησης και κατανόησης του τελικού συνθετικού αποτελέσματος από το κοινό.

Για ακόμα μία φορά, το δίδυμο των Revenge αρέσκεται στην απομύζηση μέχρι τελευταίας ρανίδας της εκτελεστικής ακρότητας των οργάνων του. Τα τύμπανα του James Read βρίσκονται αρκετά πιο μπροστά από άλλες φορές στην παραγωγή, συνηγορώντας στην προσέγγιση του grind ήχου, εντυπωσιάζοντας από άκρη σε άκρη και αναδεικνυόμενα στο μεγάλο ατού της κυκλοφορίας. Από εκεί και πέρα το μπάσο κυριαρχεί, η κιθάρα συμβάλει λακωνικά αλλά καίρια με το εκάστοτε θορυβώδες riff ή φρενήρες σόλο, ενώ τα φωνητικά παλινδρομούν ανάμεσα σε σχιστές ιαχές και πηχτές, βορβορώδεις (γουργουριστές σχεδόν) κραυγές.

Ο –φαινομενικά τυχαίος– συνδυασμός όλων αυτών οδηγεί στο προαναφερθέν τερατώδες χάος, εν είδει ενός καταστροφέα της αρμονίας, όχι όμως και της συνοχής. Δεν υπάρχει αξιομνημόνευτο κομμάτι εδώ, μόνο αξιομνημόνευτες εντυπώσεις. Αλλά η ίδια η δυστροπία και η ευθεία βιαιότητα της μουσικής, είναι τόσο διογκωμένες, ώστε καταλήγουν να αποτελούν μειονεκτήματα για το Behold.Total.Rejection, καθώς μεγεθύνουν την αίσθηση της μονοτονίας που αποπνέει το σύνολο.

Το 5ο άλμπουμ των Revenge πάει πάντως ένα βήμα παρακάτω τον ήχο τους, λιμάροντας τα όρια του ακραίου metal με το grindcore και το noise, σε σημείο όσμωσης μεταξύ των ειδών. Για μία ακόμη φορά, οι Καναδοί γράφουν ακραία μουσική, η οποία μας αναγκάζει να εξετάσουμε κατά πόσο μπορούμε να θεωρούμε ως «ακραία» συγκροτήματα που παίζουν κατ' ουσίαν μελωδίες με παραμορφωμένο περίβλημα ή συγκροτήματα τα οποία έχουν μεν ακραίες ιδέες, μα τις περιορίζουν εντός των ορίων της φυσιολογικής μουσικής δομής. Ακόμη και η έννοια της ίδιας της ακρότητας –και η πιθανή αντίθεσή της με την απορρόφηση της τέχνης μέσω της λογικής– μπορούν να γίνουν αντικείμενα έρευνας, μέσω του συγκεκριμένου άλμπουμ.

Στοχεύοντας βέβαια τόσο πολύ στην ακρότητα, οι Revenge χάνουν ελαφρώς το μέτρο. Το Behold.Total.Rejection είναι έτσι πολύ ενδιαφέρον ως πείραμα επί της έννοιας του ακραίου, αλλά ως μουσικός δίσκος χωλαίνει λόγω της ίδιας του της υπερβολής.

{youtube}e7htmbpO3Z8{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured