Η περίοδος των mid-2000s στάθηκε καθοριστική για τη γαλούχηση μιας νέας μουσικής γενιάς, έστω και αν αποτέλεσε μέρος του ευρύτερου κλίματος της εν λόγω εποχής. Ο αντίκτυπος της απεριόριστης πρόσβασης σε κάθε μορφής πληροφορία επέφερε –μαζί με τις όποιες θετικές όψεις– την αποστράγγιση κάθε αισθητικής αφέλειας, τόσο από άποψη προσωπικότητας, όσο και από τα κίνητρα που πηγαία συγκροτούσαν την υφή της σύνθεσης καθ' αυτής. Τα 1990s, σε αντιδιαστολή, είχαν αποτελέσει μια εποχή πλημμυρισμένη από ρομαντισμό, που εξύψωνε στα άπειρα μάτια μας υπερβατικά έργα, καθιστώντας τους δημιουργούς τους αλώβητους πέραν κάθε αρνητικής κριτικής. Δεν είναι τυχαίο πως την εποχή εκείνη κυκλοφόρησε σωρεία διαχρονικών δίσκων, μιας και η άκρατη έμπνευση συμπλήρωνε το ταλέντο, αλλά και την εμπειρία, η οποία οικοδομούταν σταδιακά με κάθε νέο σταθμό στις πλάτες των καλλιτεχνών εκείνων.

Στα πλαίσια των δικών μας ημερών, εν μέσω μιας κουλτούρας που θέλει τα πάντα στεγνά και «συσκευασμένα», ποικίλα σχήματα απολαμβάνουν ευρύ μερίδιο προσοχής, ως τεχνάσματα πάσης πιθανής μορφής. Οι Σουηδοί Ghost κρίνονται ως το πλέον εύκολο παράδειγμα της περίπτωσής μας, τη στιγμή που οι Γερμανοί Ascension διατηρούν την ταυτότητά τους θολή, παρά τη φθίνουσα πορεία της υπόγειας δημοτικότητάς τους. Στο δε Blastfest 2016 της Νορβηγίας ανακοινώθηκε πρόσφατα ένα ομιχλώδες super group που –αν και δεν έχει κυκλοφορήσει ακόμη νότα μουσικής– «καπάρωσε» σεβαστή θέση στο billing, δίπλα σε ισχυρότερα ονόματα. Όσες και να είναι οι πιθανές μορφές, δηλαδή, οι συσκευασίες των προϊόντων παραμένουν αρκούντως ευρηματικές, ακριβώς όσο χρειάζεται για να διατηρήσουν το ενδιαφέρον του κοινού ζωτικό σε ορατό βάθος χρόνου. 

Η νόρμα τώρα της one-man black metal μπάντας είναι μία που συμπαθώ ιδιαίτερα, η αντίστοιχη της one-woman, όμως, δύναται να προσδώσει γεύση εξωτική. Το κλειδί βρίσκεται στην απαίτηση του κοινού να του επιστραφεί το μυστήριο που του απέσπασαν με κάθε τρόπο. Επιστρατεύει έτσι κάθε αίσθησή του στην επιζήτηση του ρομαντισμού, αλλά και της αφέλειας, η οποία προσέδιδε μια αύρα μυθική στα πρόσωπα των παιδικών ηρώων. Πρόκειται για ένα παραμύθι που άλλοτε πλαθόταν στον νου επιμελώς, αλλά τώρα πια δύναται να προσφέρει εύκολα κάθε τέχνασμα της δισκογραφικής βιομηχανίας. Δεν θα ήταν υπερβολή, έτσι, αν χαρακτηρίζαμε τη Δανέζα Amalie Bruun της περίπτωσής μας ως τη Lana Del Rey του black metal, μιας και το γενικότερο σύνολο που αναδομεί στηρίζεται σε έναν χαρακτήρα ασαφή, μα στρατηγικά εστιασμένο. 

H ταυτότητα της Myrkur κάλλιστα λοιπόν μπορεί να προσφέρει το ποθητό μυστήριο, διαπλεκόμενο με μια εσάνς προσωπικότητας που τόσο λείπει από τη σημερινή μας κουλτούρα. Οι ενδοφλέβιες ενέσεις των Wardruna διοχετεύουν τη Nordic αύρα τους, τη στιγμή που το Bergtatt αποτελεί οδηγό για την απόκρημνη ομορφιά του "Onde Børn" –με ένα υπέροχο βιντεοκλίπ να το συμπληρώνει αισθητικά. Τα riffs, ωστόσο, σημειώνουν ουσιαστική διαφορά, μιας και η tremolo-picked απλότητα των post-rock πινελιών του περσινού EP έδωσε χώρο σε μια αίσθηση επίσης αιθέρια, αλλά και δομικά μεταλλαγμένη. Το M αποτελεί δείγμα συγγραφής που στοχεύει αρκετά στην ατμοσφαιρική του ροή, μένει όμως συγκρατημένο προς τον black metal χαρακτήρα, καθιστώντας το ομοιογενές ύφος του προσφιλές μέχρι και σε ανθρώπους που φέρουν επιδερμική επαφή με το ιδίωμα.

Στα μάτια των νεότερων μουσικόφιλων μπάντες όπως οι Kampfar και Windir φαντάζουν ξεπερασμένες, τη στιγμή που η Myrkur ενσωματώνει τη νορβηγική folk σε κάλλιστα ραδιοφωνικά πρότυπα. Εκεί που άλλοτε δέσποζαν περήφανα οι εμβατηριακές ιαχές του "Oppi Fjellet", οι Storm μετουσιώνονται σε μοντέρνες εκφάνσεις επιμετάλλωσης, έστω και αν οι ερμηνείες της Amalie Bruun προσκολλώνται αναδρομικά στη μορφή της Kari Rueslåtten. Ο αρτιμελής σκελετός που έχει σχηματίσει αποτελεί ουσιαστικό καταλύτη, μιας και διαφαίνεται απρόσμενα μελετημένος, εν αντιθέσει με τα παρείσακτα συσταστικά που είχαμε συναντήσει στο Myrkur EP. Λαμπρό παράδειγμα το "Dybt Ι Skoven", το οποίο εντυπώνεται σαφώς ωριμότερο στην αναβαθμισμένη του εκδοχή, μιας κι οι αμαυρωμένες καταβολές των τύμπανών του απέρριψαν κάθε έννοια προσκολλημένης επιτήδευσης.

Προς αρτιότερη επιμέλειά τους, ασφαλώς, η Myrkur αποφάσισε να ζητήσει βοήθεια στην επικάλυψη των εκτελεστικών της αδυναμιών. Το ξηρό drum machine παρέδωσε έτσι τη σκυτάλη σε αληθινά τύμπανα, ενώ το μπάσο –μαζί με αρκετά κιθαριστικά μέρη– καλύφθηκαν από τον Morten "Teloch" Iversen των Mayhem, επικυρώνοντας τις ευλογίες της νορβηγικής λίγκας. Η σύμπραξη αυτή συνέβαλλε τα μέγιστα στην εξυγίανση της γενικότερης ροής, μιας και αφομοιώνει ιδανικά τα πιο διακριτά της highlights στα πλαίσια ενός συνόλου που φαντάζει άρρηκτα ενιαίο. Δεν θα ήταν μάλιστα παράλογο αν υποστηρίζαμε πως αποτελεί και το ισχυρότερο ατού στον δίσκο, καθότι αντιστοιχεί σε μια συγκροτημένη μονάδα τόσο αεροστεγή, ώστε δεν φέρει την υποψία filler ούτε στο τελευταίο λεπτό της διάρκειας.

Ουσιώδη ρόλο διαδραμάτισε προφανώς η νοερή αφομοίωση και ισοστάθμιση των εκάστοτε επιρροών, αντί μιας τόνωσης της πλούσιας ποικιλίας που δυνητικά προσφέρουν. Χάριν της άλλοτε νεφελώδους, άλλοτε νωχελικής μίξης, η οδός που ακολουθείται εδώ μοιάζει καθ' όλα εσωστρεφής, σύμφωνα πάντα με τα «ουλβερικά» πρότυπα της καθοδήγησης του Kristoffer "Trickster G" Rygg. Εκεί δηλαδή που οι πρόσφατοι Ulver έφεραν ως στόχο την εξευμένιση των δυναμικών τους, το καρέ έρχεται να συμπληρώσει μια αδιάσπαστη ομοιογένεια, η οποία εγκλωβίζει σφαιρικά τις εύθραυστες, γκριζωπές μελωδίες της. Απώτερος σκοπός δεν είναι παρά η διάνθιση –ειδικά μέσω του υποσκελισμένου δυναμισμού της– μιας και οι διαδοχικές ακροάσεις θα επέφεραν ειδάλλως την καθίζηση της εύπεπτης φύσης του μοτίβου.

Είναι όμως σωστό να αγνοήσουμε την πιθανότητα να αποτελεί η Myrkur ένα περίτεχνο κατασκεύασμα; Η επιδερμική κιθαριστική της συνδρομή στα live videos από το φεστιβάλ του Roskilde, αλλά και το πρόσφατο reality TV παρελθόν της (δες εδώ), ανασύρουν ποικίλες απορίες για το πώς δύναται να προσφέρει ολομόναχη ένα σύνολο άφθαστα σμιλευμένο. Η αλήθεια είναι βέβαια ότι σπάνια συναντάται προσωπικότητα εφάμιλλη, ακόμη και ανάμεσα στους πιο έμπειρους συνθέτες του είδους· πόσο μάλλον όταν αναφερόμαστε σε μια πρόταση ολοκληρωμένη, σε σημείο καθολικά σφαιρικό. Γιατί το όραμα της Myrkur δεν φέρει κενά, όπως τυγχάνει με έτερους συνοδοιπόρους της: μετουσιώνει τη σκανδιναβική κουλτούρα σε πρότυπα απέριττα, μα ενδομύχως ιδιόμορφα. Ελάχιστα υπολογίζονται τα tributes που δύνανται να συγκινήσουν σε υπερβατικό βαθμό, αλλά ακόμη πιο σπάνια τίθενται σε σύγκριση με τα πρόσωπα των πιο άσπιλων, αρχετυπικών καταβολών τους.

{youtube}LaX-xAhTIcY{/youtube} 

 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured